Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Κιθαρο-ήρωες σε άμιλλα και η "Γενιά τού Mall"

(Big Fish, Δεκέμβριος 2008)

Οι σύγχρονοι έφηβοι λατρεύουν να σολάρουν με τις κιθάρες τους, μα παραείναι βαριεστημένοι για να μάθουν να παίζουν κιθάρα. Υπεύθυνος για αυτό, είναι το παιχνίδι-φαινόμενο «Guitar Hero» -και το πανευρωπαϊκό τουρνουά για τους φανατικούς του, ήταν ευκαιρία να δούμε πώς μεγαλώνει μια ολόκληρη γενιά «καμμένη» από τις ατέλειωτες ώρες videogaming.

Ένα τουρνουά για φανατικούς των video games είναι ιδανικό για δύο πράγματα, κυρίως. Πρώτον για να νιώσεις γέρος, ό,τι ηλικία κι αν έχεις. Και δεύτερον, για να πάρεις μια μυρωδιά από το τι τρόπους έχει ανακαλύψει αυτή την εποχή η νεολαία για να σπαταλήσει τα καλύτερά της χρόνια. Τα video games είναι υπεύθυνα για εκατομμύρια αντιπαραγωγικές ώρες «καψίματος» κάθε χρόνο, σε κάθε χώρα, με ατέλειωτους εθισμένους gamers να περνάνε τις μέρες τους μακριά από το φως του ήλιου, υπνωτισμένοι στη Ζώνη του Λυκόφωτος ανάμεσα στο virtual και το πραγματικό. Στην πραγματικότητα, ο μόνος τρόπος να ξεκολλήσεις έναν πραγματικό gamer από την οθόνη της παιχνιδομηχανής του, είναι να τον καλέσεις σε ένα μέρος όπου θα υπάρχουν πολλές οθόνες, και πολλές παιχνιδομηχανές.

Το «2ο Ευρωπαϊκό Τουρνουά Video Games Fnac» της περασμένης εβδομάδας, ήταν μια από αυτές τις σπάνιες περιστάσεις. Σε αυτό, οι καλύτεροι κιθαρίστες της χώρας είχαν την ευκαιρία να κοντράρουν τα high scores τους, με τους νικητές να προκρίνονται στον πανευρωπαϊκό videogaming τελικό σε δύο μήνες στη Μαδρίτη. Ένα λεπτό, όμως: «κιθαρίστες»;

Ναι και όχι. Το «Guitar Hero», δηλαδή το παιχνίδι στο οποίο διαγωνίζονταν οι παίχτες του τουρνουά, είναι αυτό που κυριαρχεί στα Πλέιστεϊσον του πλανήτη τα τελευταία δύο χρόνια, με πάνω από είκοσι εκατομμύρια πωλήσεις παγκοσμίως και μια σίγουρη θέση ανάμεσα στα πιο πρωτόγνωρα φαινόμενα της δεκαετίας. Ενας συνδυασμός video game, καραόκε και ψευδαισθήσεων μεγαλείου, το «Guitar Hero» εξοπλίζει τον παίχτη με μια πλαστική μινιατούρα κιθάρας ως joystick και τον αφήνει να πάρει την εκδίκησή του από τους πραγματικούς, διάσημους «ήρωες της κιθάρας» που παρακολουθεί ψαρωμένος εδώ και δεκαετίες. Χρωματιστές μπαλίτσες πέφτουν ρυθμικά στην οθόνη υπό τους ήχους κάποιου γνωστού τραγουδιού –και ο παίχτης παίρνει πόντους αν πατήσει, τη σωστή στιγμή, το αντίστοιχου χρώματος κουμπί στην ταστιέρα της ψευδο-κιθάρας. Ακούγεται σαχλαμάρα; Οι δεκάδες έφηβοι που συνέρρευσαν στα έγκατα του Mall εκείνο το απόγευμα Σαββάτου για να δείξουν τις -τελειοποιημένες από αμέτρητες ώρες καψίματος- ικανότητές τους στο να πατάνε το κατάλληλο κουμπί την κατάλληλη στιγμή, δεν θα συμφωνούσαν.

Στη σκηνή τώρα βρισκόταν ένα τρίο που έμοιαζε προορισμένο για μεγάλη επίδοση. Τρεις δεκαεξάχρονοι, ένας κοντός σγουρομάλλης στη κιθάρα και δύο άλλοι πανομοιότυποι εμφανισιακά στα πλαστικά ψευδο-ντραμς και το μικρόφωνο αντίστοιχα. Βλέποντας τον κοντό πιτσιρικά να έχει μισοβγάλει τη γλώσσα του στο πάνω χείλος σαν να προσπαθεί να συγκεντρωθεί όσο γίνεται περισσότερο σε αυτό που έκανε, η εικόνα δεν μου πολυέβγαζε νόημα. Λίγη ώρα νωρίτερα, όσο οι συγκεκριμένοι τρεις περίμεναν να διαγωνιστούν, τούς είχα πιάσει κουβέντα προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω το ποιοι (και πώς) είναι οι πραγματικοί κολλημένοι gamers. Μαθητές Λυκείου και οι τρεις, όπως μου εξήγησαν, έμοιαζαν να μοιράζονται ένα ακριβό αλτέρνατιβ γούστο στα ρούχα και εμφανή αδεξιότητα στις κοινωνικές επαφές –όλα δηλαδή τα χαρατηριστικά της γενιάς που, ταιριαστά με την περίσταση, έχει περάσει ως «Η Γενιά τού Mall».

Κι όμως, τώρα, καθώς το «Beat It» του Μάικλ Τζάκσον (το τραγούδι στο οποίο διαγωνίζονταν όλοι) έφτανε στο θρυλικό uber-ποζεράδικο σόλο του Εντι Βαν Αλεν, ο πριν πέντε μόλις λεπτά λιγομίλητος νεολαίος εξέπεμπε μια αλλόκοτη ζωντάνια, ένα πείσμα να νικήσει τη μηχανή που είχε απέναντί του, μια αυτιστική ενεργητικότητα που έμοιαζε να πηγαίνει τελείως κόντρα με την υποτονική συμπεριφορά του προηγουμένως. Αυτό είναι, σκέφτηκα. Τα video games για τον σύγχρονο λοβοτομημένο τινέιτζερ, είναι ό,τι τα φρεσκα ανθρώπινα μυαλά για τα ζόμπι. Μπορεί να σέρνεις το βήμα σου όλη μέρα, απαντώντας με emo μουγκανητά σε ό,τι σε ρωτάνε, μα μπροστά σε ένα Πλέιστέϊσον κάποιο ένστικτο ξυπνάει, μια κατάσταση στην οποία μπορείς επιτέλους να συντονίσεις τον εαυτό σου, να βρεις έναν σκοπό και να συγκεντρωθείς σε αυτόν με όσες ζωτικές δυνάμεις έχουν απομείνει μέσα σου. Το προ τριακονταετίας «Ξύπνημα των Νεκρών» του Τζωρτζ Ρομέρο, η κατά τεκμήριο καλύτερη ζόμπι ταινία όλων των εποχών, μοιάζει αγριευτικά ταιριαστή με την περίπτωση. Και εκεί, εξάλλου, το μόνο ένστικτο που έχει απομείνει σε όσους ανθρώπους μολύνθηκαν και έγιναν ζόμπι, είναι το να συρρεύσουν κατά εκατοντάδες σε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο…

Μα το ερώτημα παραμένει. Είναι τώρα «κιθαρίστες» αυτοί; Ως κάποιος του οποίου οι γονείς έδωσαν ένα κάρο λεφτά για να σπουδάσει κιθάρα, δεν μπορώ παρά να απαντήσω οργισμένα «όχι». Μα τα γεγονότα λένε το αντίθετο. Οι έρευνες αγοράς αποδεικνύουν πως πολλοί από τους πιτσιρικάδες που κόλλησαν με το «Guitar Hero», έκαναν το βήμα παραπάνω, αποφασίζοντας να μάθουν και στην πραγματικότητα κάποιο όργανο. Σε μια εποχή κατακόρυφης ύφεσης της μουσικής βιομηχανίας και αδιεξόδου της μουσικής δημιουργίας, θα μπορούσε άραγε ένα ιδιότροπο video game να προκαλέσει την επόμενη γενιά rock’n’roll συγκροτηματων που θα σώσουν το είδος; «Ο κόσμος αντιμετωπίζει πλέον τη μουσική σαν φόντο, ακούγοντάς την ενώ κάνει ταυτόχρονα άλλα πράγματα» έλεγε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Αλεξ Ρηγόπουλος, διευθυντής της εταιρίας που κυκλοφορεί το «Guitar Hero». «Εμείς τους μετατρέπουμε σε ενεργούς συμμετέχοντες και αυτοί έχουν δείξει μια προθυμία να πληρώσουν για αυτή την εμπειρία».

Μα δεν είναι μόνο θέμα προσφοράς και ζήτησης. Οποιος έχει παίξει έστω μια φορά στη ζωή του video games, ξέρει πως είναι πολύ περισσότερα. Ξέρει καλά πώς είναι το να βλέπεις κάποιον να κάνει high score και να θέλεις να τον ξεπεράσεις. Μια πρόκληση θλιβερά ανούσια μα, την ίδια στιγμή, απολύτως ακαταμάχητη. «Ωωωω μαλάκα, το είδες αυτό;» βόγγηξε ένας ξερακιανός έφηβος με γυαλιά και σπυράκια πίσω μου. Το τρεντοαλτέρνατιβ τρίο έφτανε στο τέλος της εμφάνισής του και ένας συνδυασμός εύστοχων χτυπημάτων στα «ανάποδα» ντραμς του «Beat It» και ορθά συγχρονισμένων virtual πενιών, είχε εκτοξεύσει το σκορ τους σε απάτητα ως εκείνη τη στιγμή ύψη. Γύρισα και κοίταξα τον τύπο που μίλησε. Αυτός και το γκρουπ του ήταν οι επόμενοι στη διαγωνιστική σειρά και η μεγάλη επίδοση την οποίαν έδειχναν να πετυχαίνουν οι ανταγωνιστές τους, είχε προκαλέσει ανησυχία.

Σαν προπονητής σε τάιμ-άουτ, ο πιτσιρικάς με το τζιν μπουφάν και το τζιν παντελόνι μάζεψε τους άλλους δύο δίπλα του και άρχισαν να καταστρώνουν την τακτική τους, όλοι με μπλουζάκια μέταλ συγκροτημάτων και κουρέματα για τα οποία θα μετανιώσουν οικτρά στο μέλλον. Καθώς άφηνα το Fnac, οι τρεις μικροί nerds πέρναγαν το λουρί της ιμιτασιόν ηλεκτρικής κιθάρας στο λαιμό τους και ετοιμάζονταν να ζήσουν 3,5 λεπτά ημίθεης rock’n’roll ονείρωξης, ενώ ο Τζο Στράμερ τούς κοίταζε από το εξώφυλλο μιας βιογραφίας του στο απέναντι ράφι του καταστήματος. Ισως ήταν ιδέα μου, μα δεν φαινόταν ιδιαίτερα ενοχλημένος από αυτό που έβλεπε.


(εικονογράφηση: Κων Χρυσούλης)

Αναζητώντας την Ελληνίδα Σάρα Πέιλιν

(Αδημοσίευτο, Οκτώβριος 2008)

Είναι επίσημο: οι Ρεπουμπλικάνοι λατρεύουν τη Σάρα Πέιλιν. Η κυβερνήτις της Αλάσκα, πολύτεκνη μητέρα και υπέρμαχος της οπλοφορίας, έδωσε μεγάλο αβαντάζ στον Μακέιν –και τροφή για σκέψη στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό. Ποια θα μπορούσε να παίξει τον αντίστοιχο μαζικό ρόλο στην Ελλάδα; Ποια είναι «μαμά της διπλανής πόρτας» αλλά και, ταυτόχρονα, ανομολόγητο αντικείμενο του πόθου; Ικανή να ενθουσιάσει τις νοικοκυρές, ξέροντας όμως και πώς να φορέσει ένα αυταρχικό ταγιέρ;

Κατερίνα Παπακώστα.
Υπάρχουν νοικοκυρές της διπλανής πόρτας, που είναι λιγότερο «νοικοκυρές της διπλανής πόρτας» από εκείνη: την ζωντανή απόδειξη οτί ο πολιτικός μπορεί να είναι καθ’ ομοίωσιν του ψηφοφόρου. Δεν είναι μόνο δημοφιλής, όμως: με ένα ζευγάρι γατίσια μάτια, ανταύγειες-υπερπαραγωγή και έκφραση που φέρνει σε πλαστική sex doll, η Κ. Παπακώστα είναι μια γυναίκα με πάθος.

Μαρία Δαμανάκη.Κατά κάποιον τρόπο, η αρχετυπική APILF(όπου το «Α» σημαίνει «Agwnistria» και το «P», «Polytexneiou»). Πιο ρεπουμπλικάνα από την Πέιλιν βέβαια, μα εστεμμένη «Μις Ρεφορμισμός 1975» και επί σειρά ετών πρόεδρος του πιο ερωτικού ελληνικού κόμματος.

Παρθένα Φουντουκίδου.Όταν αμφισβητήθηκαν οι διεθνείς γνώσεις της Πέιλιν, εκείνη απάντησε πως, ζώντας στην Αλάσκα, είναι πιο κοντά στους Ρώσους από κάθε άλλον. Ακριβώς το ίδιο και η κα Φουντουκίδου, βουλευτής Πέλλας, φρουρός των συνόρων με τους Σκοπιανούς και κάτοχος του πιο cool ονοματεπώνυμου σε όλο το Ελληνικό Κοινοβούλιο.

Γεράσιμος Γιακουμάτος.Οπλοφορία, πατριωτισμός και κλιμακτηριακό σεξ-απίλ: ο «Μάκης» συμπυκνώνει με τον ιδανικότερο τρόπο τα ισχυρά ατού της Πέιλιν. Και το φύλο δεν είναι καν πρόβλημα. Και σαν γυναίκα να κατέβει στις εκλογές ο Γιακουμάτος, καμιά χαμούρα δεν πρόκειται να του κουνηθεί.

Ελένη Ανουσάκη.
Από τη μια, η θεία του γκέι, που χαριτωμενίζει γιαγιαδίστικα. Και από την άλλη, η Ελένη «Διαμάντια στο Γυμνό Κορμί της» Ανουσάκη, σταρ «ερωτικών» ταινιών του παρελθόντος. Σέξυ σκελετοί στην ντουλάπα, που μπλέκονται ιδανικά με το family-friendly παρόν: θρίαμβος.

Ζέτα Μακρή.
Η ζωή στην Αλάσκα σκληραγωγεί τις γυναίκες, τις κάνει πιο αποφασιστικές, πιο προκομμένες και πιο hot. Η ζωή στον Κάμπο, είναι γύρω στις 4 φορές πιο σκληρή από τη ζωή στην Αλάσκα –και μια υπόνοια θεσσαλικής προφοράς, πάντα ανεβάζει τα ανδρικά θερμόμετρα.

Αντίπαρος κάμπινγκ: το λούνα παρκ της αντικουλτούρας μπαίνει στα πρώτα -άντα

(Big Fish, Ιούλιος 2008)


Η καφετέρια του κάμπινγκ είναι συνήθως άδεια τέτοια ώρα. Κανείς δεν παίρνει πρωινό στις 9 το πρωί επειδή, απλά, οι πάντες κοιμούνται στις 9 το πρωί. Στην τραπεζαρία, καλοκαιριάτικη ησυχία, σκιά και μύγες. Μόνοι πελάτες ήταν δύο φρικιά με μπλουζάκια Dead Kennedys που έπαιζαν τάβλι αμίλητοι. Το πρωινό τους ήταν ένα κουτάκι μπύρα στη μέση και στριφτά τσιγάρα. Μη έχοντας τι άλλο να κάνω, έμεινα να τους χαζεύω.

Δεν είχα καν σκοπό να είμαι ξύπνιος από τόσο νωρίς. Αναζητώντας το πραγματικό πρόσωπο της Αντιπάρου, είχα περάσει ολόκληρο το προηγούμενο βράδυ στα μαγαζιά και τους δρόμους του νησιού: το αποτέλεσμα ήταν ένα πραγματικά βαρύ κεφάλι, μα ελάχιστα συμπεράσματα. Η Αντίπαρος έχει το δικό της, προσωπικό μύθο, που την κάνει ένα είδος punchline στις ταξιδιωτικές κουβέντες. Όλοι έχουν ακούσει πως υπάρχει ένα νησί απέναντι από την Πάρο, στο οποίο την αράζει ο Τομ Χανκς, είχε γυριστεί η Μανταλένα -και που, κάθε καλοκαίρι, μετατρέπεται σε ένα αυτόνομο κρατίδιο φρικιών, νεο-χίπηδων, γερο-χίπηδων, μεταλάδων, παλαιοροκάδων, τροτσκιστών, παοκτζήδων, πρώην ρεϊβάδων και πολλών-πολλών ακόμα. Εδώ και χρόνια, η Αντίπαρος θεωρείται ένα λούνα παρκ της αντικουλτούρας. Ένα μέρος όπου οι μοϊκάνες είναι μοϊκανάρες, οι τζίβες ultra-λιγδιασμένες και το ξύρισμα άγνωστη λέξη και για τα δύο φύλα.

Επίσης, σύμφωνα με τον ίδιο μύθο, για όλα φταίει το κάμπινγκ του νησιού. Εκεί είναι που ζει και αναπαράγεται αυτή η παράξενη φυλή ιθαγενών, σε μια σκιερή έκταση στα βόρεια του νησιού –που φέτος κλείνει 30 ολόκληρα χρόνια ύπαρξης. Ο καιρός είναι πολύς, μα το ερώτημα δεν έχει απαντηθεί ακόμα: το κάμπινγκ έκανε το νησί, ή το νησί το κάμπινγκ;

Το 1978 ήταν μια έντονη χρονιά. Μέσα σε λίγους μήνες δολοφονείται ο Άλντο Μόρο, ο «Ελαφοκυνηγός» παίρνει το Οσκαρ και η ανθρωπότητα ανακαλύπτει τη ντίσκο. Στην Ελλάδα, ο Βασίλης Τσιτσάνης κάνει ένα late-career σουξέ με το «Βαπόρι από την Περσία». Και ακριβώς εκείνο το καλοκαίρι, σε ένα πριμιτίφ νησάκι στις Κυκλάδες, ένα κάμπινγκ αρχίζει να δέχεται τους πρώτους (Κεντροευρωπαίους) επισκέπτες του. «Είχε γυρίσει ο πατέρας μου από την Αμερική που δούλευε –κι ένας Γερμανός έριξε την ιδέα για κάμπινγκ», όπως εξηγεί ο Θεολόγος Καλάργυρος, νυν γενικό κουμάντο του χώρου. Από τότε, το κάμπινγκ έχει σταθερό και δοκιμασμένο κοινό. «Τον βλέπεις αυτόν;» λέει κάποια στιγμή καθώς μου αφηγείται την ιστορία. Ένας ημίγυμνος πενηντάρης έκανε τσεκ-άουτ, ενώ η γυναίκα και τα δύο ηλιοκαμένα παιδάκια του περίμεναν έξω. «Ιταλός είναι, έρχεται εδώ κάθε χρόνο από το ’79. Έχουμε πολλούς τέτοιους, σταθερούς. Και συνεχώς δημιουργούνται καινούριοι».

«Δεν παίζει ρόλο και η φήμη σε αυτό;» τον ρωτάω. «Υποτίθεται πως έχει έναν πολύ συγκεκριμένο χαρακτήρα ο τόπος».
«Εντάξει, το κάμπινγκ είναι ‘αλτέρνατιβ’».
«Αυτό εννοώ».
«Ναι, αλλά μην το γράψεις έτσι, δεν είναι και τόσο καλό για ‘μένα».
«Μην ανησυχείς», του λέω κάπως μαγκωμένος.

Και όντως, δεν θα ‘πρεπε να ανησυχεί. Όλοι ψυλλιασμένοι πάνε στο κάμπινγκ της Αντιπάρου, για να βρουν αυτήν ακριβώς τη Γη Χαναάν του «αλτέρνατιβ». Πιο «βαθύ αλτέρνατιβ» από όλα τα μπαρ του Γκαζιού μαζί, πιο ηλιόλουστο από τα Εξάρχεια, πολύ πιο διασκεδαστικο από τα άλλα νησιά χίπικου αναχωρητισμού (τύπου Ανάφη, ή Δονούσα). Εδώ οι φυλές κάνουν ανακωχή από τα λοξά βλέμματα του χειμώνα. Οι τρέντηδες αρρωσταίνουν την πρώτη μέρα, μα μέχρι να ξημερώσει η επόμενη έχουν μπει στο κλίμα. Τα καγκούρια κυκλοφορούν κοζάροντας και την πέφτουν σε χίπισες. Στο εστιατόριο, οι συζητήσεις ξεφεύγουν προς τον Γκυ Ντεμπόρ και το κρυφό νόημα του «Wish you were here», ενώ μεταλάδες βγαίνουν κατσιασμένοι από τα ντους. Μυρωδάτη ρέγκε αναδύεται από τις καλαμοκαλύβες, δίπλα σε οικογένειες Δανών που παίζουν UNO με τα παιδάκια τους. Το κάμπινγκ ρουφάει τους πάντες σε μια «let’s get together» νιρβάνα, που πρέπει να έχεις καρδιά φτιαγμένη από Χειμώνα για να αρνηθείς. Ακούγεται χίπικο. Και σε μεγάλο βαθμό, είναι.

Από κάθε άποψη, πρόκειται για μια οργανωμένη κοινότητα. Οι πραγματικοί aficionados του κάμπινγκ βγαίνουν σπάνια από τα όριά του. Σερβίρονται το πρωινό τους υπό τους ήχους του Ρόρι Γκάλαχερ και λίγη ώρα μετά κατεβαίνουν στην παραλία. Η παραλία του κάμπινγκ είναι μια ρηχή πλαζ γυμνιστών, όπου ο νέο-χίπης πάει για να γεννήσει τα αυγά του. Εκεί συγκεντρώνονται οι ρασταφάρι και οι λατέρνατιβ σε χαλαρές πολυμελείς παρέες, για να κάνουν ζογκλεριλίκια ή να παίξουν με τον σκύλο τους. Ανάμεσα τους, τύποι κουβαλάνε ψυγειάκια με πάγο και τεκίλες, ενώ στο μπιτς-βόλεϋ συνεχίζεται το ντέρμπυ ανάμεσα σε «Γυμνούς» και «Ντυμένους». Όταν η ώρα περάσει, ο ορίτζιναλ κάμπιας επιστρέφει στη σκηνή του, μια σκηνή εξοπλισμένη με οτιδήποτε θα μπορούσε να χρειαστεί, για όσες εβδομάδες και να κάτσει. Εκεί θα παίξει κιθάρα ή θα διαβάσει ένα βιβλίο, ή θα περάσει την ώρα πλέκοντας αφηρημένα τα dreadlocks ενός φίλου. Και όταν θελήσει ένα ποτάκι, πάλι μέσα στο κάμπινγκ θα το βρει. Θα του το σερβίρει ο Αντρέας ο μπάρμαν, ένας από τους παλιότερους υπαλλήλους του χώρου. Ένας τύπος που κυκλοφορεί τη μισή μέρα ημίγυμνος και την άλλη μισή γυμνός, καβάλα σε μια τσόπερ-έργο τέχνης.

Το κάμπινγκ της Αντιπάρου ξεπερνάει τα τουριστικά πλαίσια. Δεν είναι απλά ένας «χαρακτηρισμένος» ταξιδιωτικός προορισμός, αλλά ένα ακούσιο κοινωνικό πείραμα. Σε αυτό το σενάριο, οι Εναλλακτικοί αναλαμβάνουν για κάποιους μήνες την εξουσία –και το πράγμα δουλεύει ρολόι, ακριβώς επειδή εκτυλίσσεται σε μια μικρή έκταση ενός μικρού νησιού. Λίγες μέρες στο κάμπινγκ είναι ένα πρώτης τάξεως αντιβιωτικό κατά της καντίφλας, μια εμπειρία που χαλαρώνει τη στάση του σώματος. Πλην όμως… αυτό είναι όλο; Ακόμα ένα ταξιδιωτικό tip για στρεσαρισμένους αστούς; Μήπως τελικά ο μόνος μύθος της Αντιπάρου, είναι αυτός σχετικά με τη «διαφορετικότητά» της;

Πηγαίνοντας για ύπνο πριν δυο ώρες, δεν είχα καταλήξει. Όπως γρήγορα αποδείχτηκε, το νησί δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Με θυμάμαι να ξυπνάω λίγη ώρα αργότερα, με τα μάτια θεόστεγνα και άμμο στο σλίπινγκ μπαγκ, από κάποιους παράξενους ήχους. Μια μελωδία ακουγόταν έξω από τη σκηνή, πολύ διαυγής για να προέρχεται από το κεφάλι μου και πολύ αδιευκρίνιστη για να την αγνοήσω και να ξανακοιμηθώ. Τραβώντας τα παραπέτια της σκηνής, είδα τον λόγο για το πρόωρο ξύπνημά μου. Πήγα να τον αποκαλέσω κάτι σαν «γαμημένο χίπη», μα δεν το έκανα. Αυτό είναι, σκέφτηκα. Στα άλλα κάμπινγκ, ξυπνάς επειδή σου βαράει ο ήλιος τη σκηνή. Εδώ ξυπνάς επειδή ο διπλανός σου παίζει γυμνός φλάουτο πάνω σε μια αιώρα, εννιά η ώρα το πρωί.

Αλέξης Τσίπρας facts

(Big Fish, Ιούνιος 2008)


- O Αλέξης Τσίπρας μπορεί να μετατρέψει το νερό σε Καοτόνικ.

- Ο Αλέξης Τσίπρας ελευθέρωσε τον Γουίλι.

- Ο Αλέξης Τσίπρας τρώει πατατάκια με γεύση ανθρώπινα δικαιώματα.

- Αν ο Αλέξης Τσίπρας ήταν γλάρος, θα ήταν ο Καλός Γλάρος.

- Κάθε φορά που γράφεις «Αλέξης Τσίπρας» στο Google, ένα δολλάριο πηγαίνει στα παιδιά της Αφρικής.

- Για να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου στην ατμόσφαιρα, ο Αλέξης Τσίπρας δεν εκπνέει.

- Οι Ιταλοί αντάρτες δεν πυροβόλησαν τον Μουσολίνι. Του κάρφωσαν μια φωτογραφία του Αλέξη Τσίπρα στην καρδιά.

- Ο Αλέξης Τσίπρας είναι πιο νέος από ‘σένα.

- Ο ιδρώτας του Αλέξη Τσίπρα θεραπεύει τη φτώχεια.

- Όταν μια τρίχα στο κεφάλι του Αλέξη Τσίπρα πήγε ν’ ασπρίσει, εκείνος κουτούλησε έναν ρατσιστή. Από τότε, ο Αλέξης Τσίπρας δεν γερνάει.

- Ένας σκίουρος θέλει δέντρα. Ο Αλέξης Τσίπρας θέλει περισσότερα δέντρα.

- Ο Αλέξης Τσίπρας τις απόκριες ντύνεται «Κακός».

- Όταν ο Αλ Γκορ τρίβει το Όσκαρ του, από μέσα πετιέται ο Αλέξης Τσίπρας.

- Ο Αλέξης Τσίπρας ήταν στο εξώφυλλο του Nevermind.

- Κάποιοι βγάζουν απ’ τη μύγα ξύγκι. Ο Αλέξης Τσίπρας βγάζει βιοκαύσιμο.

- Αν πεις τρεις φορές δυνατά «Αλέξης Τσίπρας», οι πετρελαιοκηλίδες όλου του πλανήτη βάζουν τα κλάματα.

- Αν βάλεις τα δάχτυλά σου στην πρίζα, θα σκοτωθείς. Αν τα βάλει ο Αλέξης Τσίπρας, το σπίτι θα πλημμυρίσει από ΑΓΑΠΗ.

Το παρελθόν είναι το μέλλον είναι το παρελθόν (και όλα αυτά, λόγω της αμόλυβδης)

(Big Fish, Μάιος 2008)


Ως γνωστόν, όταν μια κατσαρόλα κοχλάζει, τα πάντα μπορούν να αναδυθούν ξαφνικά στην επιφάνεια. Και αυτό ακριβώς δείχνει να συμβαίνει: στη μέση μιας οικονομικης κρίσης που λυσσομανά, παράξενες ειδήσεις αρχίζουν να κυκλοφορούν. Σύμφωνα με αυτές, η κοινωνία βρήκε ένα πρόχειρο καταφύγιο για να γλιτώσει από τον βομβαρδισμό ακρίβειας: το παρελθόν της.

Τα κανάλια το έπιασαν αμέσως το πράγμα: «Επέστρεψαν οι… μοδίστρες!!» ήταν ο τίτλος του ρεπορτάζ στο ένα δελτίο. «Τα… γράφουν στο τεφτέρι!!» μετέδιδε το άλλο. Οι εβδομηντάρηδες που ομολογούσαν στην κάμερα πως μόλις άφησαν βερεσέ, το έκαναν με μια άγρια χαρά στα μάτια. Σαν να παίρνουν την εκδίκησή τους, με τους δικούς τους όρους, απέναντι σε μια εποχή που τους προσπέρασε. Σαν να είχαν δίκιο τόσο καιρό που μουρμούριζαν πως, παλιά, τα πάντα ηταν καλύτερα.

Είναι όμως δυνατόν να συμβαίνει αυτό; Είναι δυνατόν να περηφανευόμασταν τόσα χρόνια για το πώς ξεπεράσαμε τα 50s, αλλά τώρα αυτά να δικαιώνονται… και να επιστρέφουν; Για να εξεταστεί αυτή την ανησυχητική υπόθεση, ιδού ένα σύντομο crash test σε 11 συνήθειες και τις πρακτικές εκείνου, του παλιού καιρού. Θα μπορούσαν πράγματι να επιστρέψουν, έστω παραμορφωμένες σαν ζόμπι -και να σώσουν τον κόσμο;

1) Γαϊδούρια
Πιο φτηνά από κορεάτικο αμάξι, πιο ασφαλή από γερμανικό και πιο αξιόπιστα ακόμα κι από Lada Niva. Αν τα γαϊδούρια επιστρέψουν, θα λύσουν οριστικά το κυκλοφοριακό -ενθουσιάζοντας ταυτόχρονα τους τουρίστες. Και το κυριότερο όλων: το γαΙδούρι δεν έχει ούτε λόγο, ούτε την παραμικρή διάθεση να καταναλώσει βενζίνη. Τη μέρα που θα φτάσει η αμόλυβδη δύο ευρώ, ένα βροντερό γκάρισμα θα σκίσει στα δύο τον αέρα.
Υπέρ: Φτηνά ανταλλακτικά. Πιθανοί πειραματισμοί με «χαμηλωμένα» γαϊδούρια, που τους έχουν φορέσει πιο φαρδιά πέταλα και νέον φώτα στην κοιλιά.
Κατά: Πιθανά στυλώματα ποδαριών. Το παρκάρισμα στην Κυψέλη.

2) Χύμα τσιγάρα
Οι καπνιστές έχουν αρρωστήσει με τις συνεχείς αυξήσεις στην τιμή των πακέτων. Όχι, κυριολεκτικά έχουν αρρωστήσει: όταν η μάρκα τους ακριβύνει πολύ, το γυρνάνε αναγκαστικά σε φτηνότερες. Τρεις μέρες μετά, αρχίζουν να βήχουν και να φτύνουν καφέ εξωγήινους. Τα χύμα τσιγάρα έχουν σαραντακάτι χρόνια που καταργήθηκαν, μα το πνεύμα τους φαντάζει πιο επίκαιρο από ποτέ. Έχεις πχ, μόνο 5 ευρώ πάνω σου; Δεν θα σε παίρνει για ολόκληρο πακέτο, μα 2-3 τσιγάρα θα βγαίνουνε.
Υπέρ: Θα επιστρέψουν οι ταμπακιέρες –ένας θρίαμβος της μερακλίδικης καλαισθησίας.
Κατά: Η 1η Ιουλίου 2009.

3) Δημόσιες βρύσες.
Όποιος έχει διαβάσει έστω μια φορά Ζαχαρία Παπαντωνίου, ξέρει πως η «βρύση τού χωριού» ήταν το Facebook της εποχής. Εκεί γνώριζαν οι νιές τους νιούς, εκεί μάθαινες τα status update κάθε συγχωριανού. Εύκολο είναι να επιστρέψει: τα ΙΚΕΑ θα κυκλοφορήσουν ντιζαϊνάτα μπιτόνια, με τα οποία θα παίρνουμε ελεγχόμενα όσο νερό χρειάζεται για μαγείρεμα, για μπάνιο ή για τις γλάστρες. Μάνι-μάνι, ένας λογαριασμός λιγότερος το δίμηνο για κάθε σπιτικό.
Υπέρ: Ωραίες βρύσες σε κάθε γειτονιά, φτιαγμένες από μάστορες πετράδες και φρεσκοασβεστωμένες, με τον αστυνομικό βάρδιας που τις φυλάει δίπλα.
Κατά: Υπό συνθήκες, η ελονοσία.

4) Καφές από ρεβύθι.
Δεν υπήρξε ποτέ εγχώριο best-seller σχετικά με την Κατοχή, που να μη σερβίρει στους ήρωές του αυτό, το μαύρο ζουμί της φτωχολογιάς. Από τότε, καιρός πέρασε κι ήρθαν χρόνια παράξενα. Και έφτασε ο φρέντο 4,80. Τέσσερα-ογδόντα. Από την άλλη, το ροβύθι, ένα άλεσμα θέλει μόνο και ένα πετρογκάζι. Αν διαφημιστεί καλά κιόλας, θα τσιμπήσουν οι αλτέρνατιβ και θα γίνει το νέο ρακόμελο.
Υπέρ: Ειλικρινά, δεν έχω ιδέα.
Κατά: Καφές= ναι. Ρεβύθια= χυλωμένα και με λεμονάκι, ναι. Καφές από ρεβύθια= εξακολουθεί να ακούγεται χίπικο.

5) Κυνήγι για τροφή
Ο αλλοτριωμένος αστός έχει απομακρυνθεί τελείως από τον ενταγμένο στη φύση τρόπο ζωής. Ως αποτέλεσμα, αδυνατεί να εντοπίσει και -ακόμα περισσότερο- να κάνει δικιά του την άφθονη τροφή που βρίσκεται διαρκώς τριγύρω. Για παράδειγμα, πόσοι μαζεύουν ποτέ χόρτα; Κι όμως, ακόμα και στον πιο πολυσύχναστο δρόμο της πόλης, το εκπαιδευμένο μάτι μπορεί να ανακαλύψει υπέροχες μικρές εκπλήξεις. Τα πεζοδρόμια είναι γεματα από λαχταριστά αγριοράδικα, που ξεπετάγονται ανάμεσα στις πλάκες. Ζουμερά γογγύλια στο Πεδίο του Άρεως και βιταμινούχα βελανίδια στον Υμηττό. Τα εγκαταλελειμένα σπίτια επίσης είναι γεμάτα χορτάρια, που μπορούν να νοστιμίσουν ακόμα περισσότερο την κατσαρόλα. Αλλά δεν απευθύνεται μόνο στους vegans η φύση: όπου δειτε αποχετεύσεις να καταλήγουν στη θάλασσα, να ξέρετε πως εκεί θα αφθονούν και οι λιπαροί, καλοθρεμμένοι κέφαλοι -ένας εκλεκτός μεζές.
Υπέρ: Μια ξεχωριστή γευστική περιπέτεια κάθε μέρα.
Κατά: Οι δίαιτες, τις οποίες κάποιοι θα ακολουθούν ακόμα και τότε.

6) Home-made αλκοόλ.
Τη μέρα που βρέθηκε περίπτερο να χρεώσει 2 ευρώ το κουτάκι μπύρας, πολλοί ένιωσαν πως μπαίνουμε σε μια πρωτόγνωρη περίοδο. Και πράγματι: μπορείτε να πάρετε όλες τις στιγμές ελεεινής φτώχειας αυτής της χώρας, μα δεν θα βρείτε ούτε μία που να χάνεται το πάμφθηνο αλκοόλ. Από την άλλη, δίνοντας κάτι αστεία ποσά για μούστο και κάνοντας υπομονή κανα δίμηνο, κάθε σπιτικό θα μπορεί να χαμογελά ήσυχο, γνωρίζοντας ότι κανένα μέλος της οικογένειας δεν θα μείνει ξανά στεγνό.
Υπέρ: Πέταγμα ταπών σε βαρέλια περιμένοντας να ωριμάσει. Ευκαιρίες λαθρεμπορίου.
Κατά: Τύποι που θα συστήνονται στις γκόμενες ως «οινοπαραγωγοί».

7) Πρακτική ιατρική.
Κάθε 50s χωριό που σεβόταν τον εαυτό του, είχε τουλάχιστον μια φαρμακο-γκουρού στους κόλπους του. Και οι ιδιότητες ήταν πολλές: από ξεμάτιασμα, βεντούζες, χαρακώματα και βδέλλες, ως φυτικά κοκτέιλ που γίατρευαν τα σπασμένα κόκκαλα και μαιευτική. Ήταν μισο-τζάμπα, ήταν σαν τη Γεωργία Βασιλειάδου και ο κόσμος κατανάλωνε τυφλά ό,τι του έδιναν. Είναι να απορείς που εξαφανίστηκαν.
Υπέρ: Πιθανά σκευάσματα με ψυχεδελικές ιδιότητες.
Κατά: Ο κόσμος το γυρνάει σε μαντζούνια= κραχ στα συμβατικά φάρμακα= ο Διαμαντίδης στον Ολυμπιακό.

8) Μετανάστευση
Το μεγάλο trend των μεταπολεμικών χρόνων. Σε γενικές γραμμές, θεωρήθηκε απάνθρωπη. Η αλήθεια είναι πως, τελείως ανεπίσημα, έχει επιστρέψει: όσοι βρίσκουν αφορμή το Master και δεν γυρνάνε ποτέ, είναι οι σκαπανείς μιας new-age, σαφώς πιο φλώρικης μορφής μετανάστευσης. Σε αυτήν, τα οτομοτρίς για σταθμό Μονάχου έχουν αντικατασταθεί από αγωνία αν θα βγάλει υπέρβαρες η Ryanair τις βαλίτσες. Αντί για δακρυσμένα γράμματα που φτάνουν μετά από μήνες, υπάρχει το Skype -και ο Καζαντζίδης είναι από χρόνια νεκρός. Ο νέου τύπου μετανάστης, δεν θα φύγει για να βρει δουλειά στο εξωτερικό. Θα φύγει για να αφήσει αυτήν που έκανε εδώ.
Υπέρ: Θρίαμβος στη Γιουροβίζιον, μέσα σε μια βροχή από δωδεκάρια.
Κατά: Βρέχει συνέχεια στην Αγγλία. Αλλά, από την άλλη, βλέπουν μεγάλη μπάλα… Δεν ξέρω.

9) Πολύτεκνοι
Ήταν και παραμένει το μεγάλο ερώτημα: πως μπορούσαν παλιά οι άνθρωποι να ζουν μέσα σε φτώχεια, αλλά ταυτόχρονα να μεγαλώνουν και 8-9 παιδιά; Έχει να κάνει μόνο με την αναλογία «ορμές ανά προφυλακτικό», ή ήταν μια πετυχημένη οικονομική στρατηγική; Κάθε παιδί που γεννιόταν σε μια οικογένεια, σήμαινε και δύο εργατικά χέρια περισσότερα. Μια βραχυπρόθεσμη επένδυση, δηλαδή, ψιλο-εγγυημένης απόδοσης. Βέβαια, λόγω ανεργίας, σήμερα υπάρχει ο φόβος να σου μείνουν κάποια παιδιά. Σε αυτή την περίπτωση, μπορείς πάντα να κάνεις κι άλλο. Αν αυτό μπει καλά στην αγορά εργασίας, ίσως ρεφάρει για τη χασούρα των προηγούμενων. Αλλιώς, ρευστοποιείς κάποιο από τα προβληματικά.
Υπέρ: Θα γίνουμε περισσότεροι.
Κατά: Θα γίνουμε περισσότεροι.

10) Οικόσιτα ζώα
Υπάρχει βέβαια η εύλογη ένσταση, ότι κανείς δηλαδή δεν έχει πλέον αυλή για να φιλοξενήσει δυο κατσίκες, ή ένα κοτέτσι. Μα το γάλα, τα αυγά και το κρέας είναι τρία πράγματα που δύσκολα συνυπάρχουν πλέον στα σπίτια. Ο πειρασμός είναι μεγάλος και το τίμημα μικρό: ξεβολεύοντας λίγο το αγγελούδι σας, θα μπορούσατε να μετατρέψετε το δωμάτιό του σε μια μικρή φάρμα-θησαυρό. Εκεί, με την τοποθέτηση ειδικής λάμπας για skunk, οι κοτούλες σας θα φροντίζουν καθημερινά για το τραπέζι της οικογένειας. Ο πιτσιρικάς σας ίσως διαμαρτυρηθεί που κοιμάται πλέον στο νεροχύτη, μα το φρέσκο αυγουλάκι που θα του βράζετε κάθε πρωί, θα τον κάνει σούπερ-δημοφιλή στα κορίτσια του σχολείου.
Υπέρ: Σύμφωνα με όλους τους αναλυτές, μέσα στα επόμενα 5 χρόνια το αυγό θα έχει μετατραπεί σε νομισματική μονάδα.
Κατά: Καρφώνονται εύκολα τα ζώα. Ένα κακάρισμα αρκεί, για να υποψιαστεί ο περαστικός πως έχεις κάτι φαγώσιμο στο σπίτι.

11) Μπουγαδοκλέφτες
Σύμφωνα με τον Ηλ. Πετρόπουλο, αποτελούσαν το πιο ξεφτίλικο παρακλάδι τού 50s υποκόσμου. Μπούκαραν σε αυλές, ξεκρέμαγαν πουκάμισα ή σεντόνια και μετά τα «σκότωναν». Σήμερα, οι συνθήκες είναι ιδανικές για επαναφορά του εθίμου: τα διαχωριστικά των μπαλκονιών είναι ένα ασήμαντο εμπόδιο, μπροστά στο επώνυμο -και απρόσιτο, πλέον, οικονομικά- παντελόνι που έχει φυλάξει ο γείτονας. Με λίγη σβελτάδα και διακριτικότητα, θα ντύσετε επώνυμα και καλόγουστα εσάς και την οικογένειά σας.
Υπέρ: Κανένα καταναλωτικό τζάνκι δεν θα μείνει ξανά στη χαρμάνα, ακόμα και μέσα στη χειρότερη περίοδο ύφεσης.
Κατά: Οπλισμένος γείτονας πίσω από τις γρίλιες.

13 Απρίλη 2008: η μέρα που δεν έφυγε ο Γιάννης Βαρδινογιάννης

(Athens Voice, Απρίλιος 2008)


Μου πήρε κάποια ώρα να καταλάβω τι -και γιατί- συνέβαινε. Το συλλαλητήριο των βάζελων έχει τελειώσει από ώρα. Στην Αλεξάνδρας είχαν απομείνει τώρα μόνο γύρω στα ογδόντα άτομα, συν οι παρατεταγμένοι ματατζήδες. Ξαφνικά, τα 78 άτομα βρίσκονται να συγκρατούν έναν μαινόμενο τύπο, που προσπαθεί να χιμήξει στον ογδοηκοστό. «Ο ένας του είπε ‘τελειωσε, πάμε να φυγουμε’, και ο άλλος του είπε ‘είστε κότες ρε’ και του την έπεσε», εξηγεί ένας διπλανός μου.

Ιδού λοιπόν. Αυτό υπήρξε το σοβαρότερο έκτροπο της προ επταημέρου ειρηνικής πορείας των πράσινων φιλάθλων. Και αυτή η ειρηνική κατάληξη, ίσως ήταν η κατάρα της πορείας. Η ιερή απελπισία του πλήθους δεν εκτονώθηκε ποτέ. Η έκρηξη, τελικά, αναβλήθηκε. Αρα, ο Ψυχρός Πόλεμος συνεχίζεται.

Οι αντίπαλοι πόλοι έχουν φανεί από καιρό. Στο ένα στρατόπεδο βρίσκεται η οικογένεια-σύμβολο του μεταπολιτευτικού οικονομικού θαύματος, με τράπεζες, καράβια, ΜΜΕ και ενεργειακούς πόρους υπό τον έλεγχό της. Από την άλλη, εκατοντάδες χιλιάδες νέοι γέροι και παιδιά, άντρες και γυναίκες, απηυδισμένοι από τα διαλυμένα στομάχια και τις μάταιες φωνές μπροστά στην οθόνη, από αυτό το αίσθημα ανημποριάς και ξενέρας που έχουν συνδυάσει με τα απογεύματα Κυριακής. Και, ακόμα χειρότερα, είναι σαν όλη αυτή η τεράστια μάχη να λαμβάνει χώρα στο playstation του αποκαλούμενου και «Ανθρώπου των Αράβων». Του επιχειρηματία που υποτίθεται πως κουβαλάει το περισσότερο ζεστό ρευστό της πιάτσας, σε μια εποχή που τα ΑΤΜ έχουν στερέψει.

Σην πορεία, τελικά, κατέβηκαν γύρω στα 25.000 άτομα. Δηλαδή, το 1/3 της χωρητικότητας του ΟΑΚΑ. Αλλά και πάλι, πέντε φορές περισσότεροι από όσους πήγαν (την ίδια ώρα) στο τελευταίο εντός έδρας παιχνίδι της χρονιάς. Το κλισέ επιβάλλει πως «μια ομάδα δεν είναι τίποτα χωρίς τον κόσμο της». Ο φετινός Παναθηναϊκός, είναι ένα πείραμα πάνω σε αυτή την υπόθεση.

Την ίδια την ημέρα της πορείας, στην ατμόσφαιρα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας ένιωθες δύο μόνο πράγματα: αφρικανική σκόνη και νευρικότητα. Ο πρόεδρος της ομάδας πήγε στο γήπεδο αφού ο αγώνας είχε ήδη αρχίσει, συνοδεία είκοσι προσωπικών φρουρών και αστυνομικής διμοιρίας. Γύρω στο μισό χιλιόμετρο από το γήπεδο, η ατμόσφαιρα ήταν ακόμα πιο τεταμένη. Ο κόσμος έφτανε από παντού. Λεωφορεία από Αγρίνιο, καράβια από Κρήτη, αεροπλάνα από Βρυξέλλες. Τελευταίο πράγμα πριν την πορεία: ανάκρουση του ύμνου της ομάδας. Στα μεγάφωνα δεν παίζει η κλασική, χαριτωμένη εκτέλεση του Γιάννη Βογιατζή, αλλά μια άλλη, κάπως πιο ψυχωμένη. Οι «χιλιάδες φίλοι» από κάτω ουρλιάζουν τους στίχους με όσα πνευμόνια έχουν. Καπνογόνα και μεγάλες πράσινες σημαίες. Οι της Περιφρούρησης έκοβαν φάτσες, με το μάτι άγρυπνο και τζόκεϊ καπελάκια στο κρανίο, να προλάβουν την προβοκάτσια.

Κατά πάσα πιθανότητα, η όλη εικόνα προκαλεί αποστροφή σε κάποιους. Είναι το εύλογο «εδώ ο κόσμος καίγεται και αυτοί ασχολούνται με την μπάλα». Αντί να κατέβουν στους δρόμους για το Ασφαλιστικό κλπ. Βλέποντας την συγκεκριμένη πορεία, η διαφορά φαίνονταν καθαρά. Οταν σου τρώνε τη μελλοντική σύνταξη, νιώθεις αδικία. Όταν όμως ο Ολυμπιακός βάζει το τεταρτο, με τους αμυντικούς σου να κοιτιούνται για τέταρτη φορά, ε τότε πονάει όλη σου η αξιοπρέπεια. Η σύγκριση δεν στέκει από πουθενά -και είναι συντριπτική για τα πολιτικά.

«Εσύ για παράδειγμα, έχεις πάει σε καμία πορεία πολιτική;» ρωτάω τον Άθω, 22 χρονών. «Ναι, στις περισσότερες πανεκπαιδευτικές και στα Πολυτεχνεία. Ε… είμαι συγγενής και του Μανώλη Γλέζου», με ταπώνει αυτός. Ο Άθως είναι και ένας εκ των συντονιστών του γκρουπ «Συλλαλητήριο 13/4 για τον Παναθηναϊκό μας», στο Facebook. Από εκεί ενημέρωσε κόσμο για αυτό, έστειλε μαζικά mail και μάζεψε γύρω στις 1.500 συμμετοχές. «Ετσι έγινε η δουλειά», λέει όταν τον ρωτάω ποιος -τελικά- υποκίνησε αυτή την πορεία. «Μετά την τεσσάρα από τον ΟΦΗ άρχισαμε να παίρνουμε ο ένας τον άλλον και να λέμε πως κάτι πρέπει να γίνει. Κλείστηκε μια λογική ώρα, κυκλοφόρησαν κάποια SMS, άρχισε να απλώνεται. Το είδαμε κι εμείς και κοιτάξαμε να το ανοίξουμε κι άλλο. Είναι το ίδιο ακριβώς που είχε γίνει πέρσι, στο συλλαλητήριο για τις πυρκαγιές».

Ωραία σύγκριση φυσικών καταστροφών! Μα υπήρχαν διαφορές ανάμεσα στα δύο. Αν στο συλλαλητήριο για τις φωτιές φορούσαν μαύρα, εδώ φοράνε μόνο πράσινα. Αν εκεί ήταν καλλιτέχνες και διανοούμενοι, εδώ είναι τελείως γηπεδικοί τύποι. Ανάμεσα στο κοινό σουλατσάρει ο μυθικός “Μητσάρας” (να μουρμουρίζει ακατάληπτα, ντυμένος με αφίσες της πορείας), ο Αδωνις του ΛΑΟΣ με μπλουζάκι του Παναθηναϊκού φορεμένο ανάποδα και σεβάσμιοι παλαίμαχοι να αναπολούν γύρους του θριάμβου μέσα στο Καραϊσκάκη. Τριγύρω, καροτσάκια πουλάνε "βρώμικα" ή βιβλία του τύπου “Εγώ, ο Τάκης Λουκανίδης”. Στην κεφαλή της πορείας, το λάβαρο έφερε φωτογραφία του προϊστορικού προέδρου της ομάδας, Γιώργου Καλαφάτη. Το βλέμμα του έμοιαζε να σε ακολουθεί παντού.

«Θα τον αναγκάσουμε να πουλήσει, δεν γλιτώνει» λέει δίπλα μου ο Στέφανος, διοικητικός υπάλληλος πανεπιστημίου. Λίγο πριν, μού περιέγραφε πως κατέβηκε με το αμάξι από Θεσσαλονίκη μόνο για την πορεία και θα ξαναγύρναγε αυθημερόν. Μου έλεγε ιστορίες πράσινης περηφάνιας, όπως όταν -14 χρονών παιδάκι ακόμα- ήταν παρών στο μυθικό 0-1 επί του Αγιαξ στο Αμστερνταμ -μα πλέον δεν έχει καμία διάθεση για γήπεδο. “Ορίστε”, του λέω, “μαζευτήκατε τόσος κόσμος, φωνάξατε τόσα βρωμόλογα, μα μοιάζει να μην γίνεται τίποτα. Μπορεί απλά να σας αγνοήσει”. «Εδώ χούντες πέσανε λόγω του κόσμου, αυτό δεν γίνεται;» μου απαντάει.
- Κι αν όντως δεν γίνεται;
- Δεν ξέρω. Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι. Παίρνω το δάνειό μου από την τράπεζά του και το πάω σε άλλη, προσέχω ποιας εταιρίας καύσιμα βάζω κλπ. Δεν είναι τόσο δύσκολο. Είμαστε πολλοί.
Κατά τη διάρκεια της πορείας, τα συνθήματα που ακούστηκαν σίγουρα δεν ήταν κόσμια. Μα είχαν ένα, μοναδικό αίτημα: το χαρακίρι του ηγετη. Δεν ακούστηκε ούτε ένα σύνθημα υπέρ του επίδοξου σφετεριστή του θρόνου. Δεν ακούστηκε ούτε καν ένα σχετικά με το «Λιμάνι», έτσι για το έθιμο. Όχι. Όλα έλεγαν το ίδιο πράγμα: «Πούλα».
«Δηλαδή, να φύγει αυτός, για να έρθει ένας εριστικός λεφτάς» λέω στον Θοδωρή, μέλος των οργανωμένων.
- Καμία σχέση. Το μόνο θέμα είναι να φύγει η ‘οικογένεια’.
- Και αν έρθει κάποιος που θέλει την ομάδα για τους ίδιους λόγους;
- Κοίτα, κανείς δεν ρώτησε τον κόσμο όταν οι ομάδες έγιναν ανώνυμες εταιρίες. Όποιος και να ‘ρθει μετά, ή οι αδερφοί ή η ΠΕΚ, κεφάλαιο είναι. Οι καπιταλιστές είναι που μπορούν να έχουν ομάδα.

Μάλιστα. Διαλεκτικός υλισμός. Είναι λοιπόν αυτή η νέα εκδοχή ταξικής σύγκρουσης; Είναι η πάλη των τάξεων ως φάρσα; Στις λαϊκές διεκδικήσεις του παρελθόντος, το αίτημα ήταν “Δώστε μας”. Εδώ, οι διαμαρτυρόμενοι φωνάζουν “Πούλα”. Μαζί με αυτό, στη μέση μπαίνει και το συναίσθημα. Οι παλαίμαχοι της ομάδας, συγκινητικοί και ανεξέλεγκτοι, φωνάζουν για την “ιδέα του Παναθηναϊκού”. Το συλλαλητήριο των βάζελων είναι απλά η αφορμή. Το ρήγμα αποκαλύπτεται και η ερώτηση που προκύπτει είναι επιτακτική: σε ποιον ανήκει τελικά μια ομάδα; Σε αυτόν που υποφέρει στις κερκίδες, ή σε αυτόν που φτιάχνει τις κερκίδες –και ένα πολυσινεμά από κάτω τους;

Η απάντηση μπορεί να φαίνεται εύκολη, αλλά δεν είναι. Η σύγκρουση είναι ακόμα στην αρχή και παίζεται με τελείως πρωτόγνωρους όρους. Περιλαμβάνει πολύ χρήμα και ακόμα περισσότερους εμπλεκόμενους. Συνδυάζει οικονομία, επικοινωνιακούς εκβιασμούς και πολιτική, σχέσεις εξουσίας και συναίσθημα. Οποιος και να είναι ο τελικός νικητής, ένα είναι σίγουρο: ο ηττημένος θα έχει ταπεινωθεί.

Φόβος και Παράνοια στη χώρα της Χημικής Κατάχρησης

(Έψιλον, Απρίλιος 2008 -καθώς η Εθνική άρσης βαρών αποκλείεται από τους Ολυμπιακούς λόγω ντόπινγκ)


Όταν ο Κρεγκ Ντέιβιντσον άρχισε τα αναβολικά, δεν ήταν σίγουρος αν έκανε τη σωστή κίνηση. Όπως και είχε όμως, ήταν αποφασισμένος να το πάει μέχρι τέλους. Το μυθιστόρημα που έγραφε εκείνο τον καιρό αφορούσε έναν μποξέρ -και ο 32χρονος Καναδός συγγραφέας ήθελε να προσεγγίσει όσο καλύτερα γινόταν τον ήρωά του. Με ποιον τρόπο; Γυμναστήριο, ειδική διατροφή και ένας τετράμηνος κύκλος αναβολικών: ενέσιμων υγρών παράνομης σύστασης -και ελληνικής παραγωγής.

Το βιβλίο γράφτηκε, πήρε καλές κριτικές και κυκλοφόρησε διεθνώς υπό τον τίτλο «The Fighter». Όταν o συγγραφέας περιέγραψε την εμπειρία του σε μεγάλο αντρικό περιοδικό των ΗΠΑ, οι αντιδράσεις υπήρξαν ανάμικτες. Κάποιοι τον κατηγόρησαν πως διαστρεβλώνει γεγονότα χάριν εντυπωσιασμού. Άλλοι τον επαίνεσαν για την παράτολμη, σοκαριστική ανταπόκριση που έδωσε από τη χώρα της Χημικής Κατάχρησης. Και ο ίδιος ο Ντέιβιντσον, δεν είχε αντίρρηση να εξηγήσει κάποια πράγματα παραπάνω.

“Ομολογώ πως δεν ήξερα την ιστορία με τους Ελληνες αρσιβαρίστες”, λέει από το Κόλγκαρι του Καναδά. “Οι φετινοί Ολυμπιακοί είναι ήδη τρομερά αμφιλεγόμενοι, και τώρα μαθαίνω κάτι τέτοιο. Πάντως, λόγω της προσωπικής μου εμπειρίας, θα έλεγα πως δεν εκπλήσσομαι. Οταν θέλησα να βρω αναβολικά, τα βρήκα στην Ελλάδα. Οργανωμένα και εξαιρετικά προσβάσιμα”.

- Πως είσαι σήμερα; Έχει επανέλθει οριστικά το σώμα σου;
- Είμαι πολύ καλύτερα πλέον. Είμαι πιο ελαφρύς από όταν άρχισα τα στεροϊδή και σε αρκετά καλή φυσική κατάσταση. Υπάρχουν βέβαια κάποια προβλήματα… ίσως με το σπέρμα μου. Φταίνε τα αναβολικά; Δεν ξέρω. Μπορεί και όχι. Μα, εφόσον θέλω να γίνω πατέρας κάποια στιγμή, κάτι τέτοιο θα ήταν τρομακτικό.
- Δεν θα αρνηθείς όμως, πως η όλη ιστορία μοιάζει απάτη. Ένα μαρκετίστικο κόλπο, για να ακουστεί περισσότερο το βιβλίο σου. Πες μου κάτι που μόνο ένας χρήστης αναβολικών θα μπορούσε να ξέρει.
- Μάλιστα… Πριν ξεκινήσω τα αναβολικά, δεν είχα ιδέα πως ο προστάτης μου θα πρηζόταν τόσο πολύ. Αυτό ήταν μια δυσάρεστη έκπληξη. Δεν είναι τόσο ότι πόναγα, όσο ότι με ενοχλούσε όλη μέρα. Το ένιωθα σαν ένα φουσκωμένο μπαλόνι μέσα μου, να μου πιέζει τα ισχία και να με αναγκάζει να κατουράω συνέχεια. Ελπίζω να γίνομαι πειστικός.

Και έγινε. Δίνοντας στοιχεία: το πρόγραμμά του περιελέμβανε 11 ενέσεις την εβδομάδα, από 6 διαφορετικές ουσίες, μια εκ των οποίων η HCG (Human Chorionic Gonadotropin), βασισμένη σε ούρα εγκύου, για να ισoρροπεί την έκρηξη τεστοστερόνης. Συχνά οι ουσίες λαμβάνονταν ταυτόχρονα, ωστέ η μία να συμπληρώνει τη δράση της άλλης. Και δεν ήταν μόνο τα αναβολικά: παράλληλα με αυτά, ο Ντέιβιντσον κατανάλωνε μεγάλες ποσότητες συμβατικών φαρμάκων, για να καλμάρει τις παρενέργειες των στεροϊδών. Ποιες ήταν οι παρενέργειες; Τούφες μαλλιά στο μαξιλάρι, αιμορροΐδες, ακμή, κύστες παντού, αϋπνία, γυναικομαστία, νεφρική ανεπάρκεια, ζάρωμα των αχαμνών του σε μέγεθος αμυγδάλου και παραμορφωση του κρανίου. “Θα ‘πρεπε να είσαι ή ανισόρροπος ή απελπισμένος για να κάνεις κάτι τέτοιο στον εαυτό σου”, λέει ο ίδιος καθώς περιγράφει. “Ή και τα δύο ταυτόχρονα”.

Σαν να μην έφτανε η κακοποίηση του σώματος, τα αναβολικά συχνά θεωρούνται υπεύθυνα και για εγκεφαλικές δυσλειτουργίες. Τον Ιούνιο του 2007, ο Κρις Μπενουά -εν ενεργεία πρωταθλητής WWE- δολοφόνησε τη γυναίκα και τον 7χρονο γιο του, για να αυτοκτονήσει και ο ίδιος αμέσως μετά. Γιατροί και αρθρογράφοι όλου του κόσμου κατέληξαν στον όρο «roid rage»: την υποτιθέμενη απώλεια ελέγχου που προκαλούν τα στεροϊδή και που οδηγει σε ακατάσχετες εκρήξεις οργής. «Δεν νομίζω να αντιμετώπισα κάτι τέτοιο», λέει ο Ντέιβιντσον όταν ερωτάται σχετικά. «Είμαι σίγουρος πως είχα περιόδους σοβαρής κατάθλιψης, μα δεν ξέρω αν φταίνε μόνο τα στεροϊδή για αυτό. Το σώμα μου μεταμορφωνόταν, κατεδάφιζα τον εαυτό μου με πολύ προφανείς τρόπους, ήταν απολύτως λογικό να γίνομαι καταθλιπτικός».

Εκτός όμως από πρώην χρήστης, ο Κρεγκ Ντέιβιντσον είναι και μια πηγή για την ίδια την πιάτσα των αναβολικών. Οπως εξηγεί, η Ελλάδα βρέθηκε στο δρόμο του σχεδόν αναπόφευκτα. “Δεν είχα ιδέα που μπορεί κανείς να αγοράσει τα σκευάσματα: να φανταστείς, δοκίμασα «steroids» στο Google” λέει όταν καλείται να δώσει λεπτομέρειες. “Εντόπισα τελικά ένα σάιτ «ασφαλείας», που συγκεντρώνονται οι προμηθευτές. Κατά βάση, ένα μυστικό σάιτ αναβολικών”.
- Και πως ακριβώς έφτασαν οι ουσίες στα χέρια σου;
- Έστειλα μια εντολή πληρωμής στην Κωνσταντινούπολη και μετά, γύρω στις δύο εβδομάδες αργότερα, τα στεροϊδή έφτασαν σε ένα πακέτο. Το πακέτο είχε σφραγίδα Ελληνικών ταχυδρομείων. Μετά έφτασαν οι σύριγγες σε άλλο πακέτο, επίσης από την Ελλάδα. Η μάρκα των αναβολικών ήταν «British Dragon». Κάποιες από τις ουσίες που πήρα μετά την πρώτη φάση ήταν Αμερικάνικες. Οι συρίγγες έμοιαζαν να έχουν φτιαχτεί στην Ελλάδα. Το πακέτο περιείχε αντικείμενα από κάθε μεριά του πλανήτη, κατά κάποιον τρόπο.
- Επομένως, ως κάποιος που ξέρει από πρώτο χέρι τα αναβολικά, ποια είναι η άποψή σου για τους αρσιβαρίστες της Ελληνικής αποστολής; Είναι ΟΚ να συμμετέχεις σε αθλήματα όταν είσαι σε τέτοια εγκεφαλική και σωματική κατάσταση;
- Προσωπική μου άποψη; Όχι. Κάνε καλή διατροφή, γυμνάσου σκληρά, παίξε καθαρά. Τα αναβολικά θα είναι πάντα εδώ. Όλοι θα έχουν πάντα πρόσβαση σε αυτά. Αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Αλλά η ιδέα του να επιτρέπεις την χρήση τους σε αθλήματα, το να τα νομιμοποιείς καθ’ οιονδήποτε τρόπο, είναι ένα μέτρο που δεν θα στήριζα.
- Ποια ήταν η πιο δύσκολη μέρα αυτών των τεσσάρων μηνών;
- Στην πραγματικότητα, δυσκολότερη όλων ήταν η μέρα που έσβησε η επίδραση των φαρμάκων. Παρ’ ότι η εμπειρία μου ήταν απαίσια, η αλήθεια είναι μια: τα αναβολικά έχουν αποτέλεσμα. Έγινα πολύ πιο δυνατός. Έκανα τερατώδη πράγματα στο γυμναστήριο. Σήκωνα πάρα πολύ μεγάλα βάρη. Επομένως, όταν πήγα μια μέρα στο γυμναστήριο και όλη αυτή δύναμη είχε χαθεί, όπως και τα στεροϊδή από το σώμα μου, ένιωσα σαν ένα αδύναμο πλασματάκι. Ένιωσα σαν μια απάτη. Ήταν μια καλή, αλλά πολύ δύσκολη μέρα.
- Περιέγραψε τη στιγμή που πραγματικά το ευχαριστήθηκες όλο αυτό.
- Μάλλον την ημέρα που κατάφερα να σηκώσω το ίδιο μου το βάρος. Ηταν κάτι που δεν πίστευα ποτέ πως θα πετύχω. Έχω πολύ αδύναμο κορμό –αλλά, μια μέρα, το κατάφερα. Ήταν τα πάντα ένα ψέμα, τα αναβολικά σήκωναν το βάρος και όχι εγώ, αλλά και πάλι, ήμουν τόσο μπερδεμένος εκείνη τη στιγμή, τόσο μπερδεμένος στο μυαλό, που το ένιωσα σαν τεράστιο θρίαμβο.

Αφού επαναλαμβάνει πως σήμερα είναι σαφώς καλύτερα από σωματικής και εγκεφαλικής άποψης, δεν παραλείπει να απαντήσει και στην πιο εύλογη ερώτηση: γιατί -δηλαδή- να κάνεις κάτι τόσο βάρβαρο στο σώμα σου; «Υποστήριξα πως το έκανα για το βιβλίο που έγραφα τότε -και έτσι ήταν-, μα ίσως έχει να κάνει και με τις αυτοκαταστροφικές μου τάσεις» λέει σκεπτικά. «Κάτι φορές πλέον, σκέφτομαι πως έβαλα σε τέτοια δοκιμασία τον εαυτό μου ώστε να πετύχω το τελικό μου σχέδιο: να με καταστρέψω. Εύχομαι να μην ισχύει κάτι τέτοιο».

Ο Χρήστος σταυρώθηκε για τις αμαρτίες μας

(On/Off, Πάσχα 2008)

Κάπου στην αρχή της Μεγάλης Εβδομάδας, ο Χρήστος Σαντικάι έκανε μια έκτακτη τηλεοπτική εμφάνιση, μια από τις λίγες -ίσως και τη μοναδική- αυτή την περίοδο. Ο Γρ. Αρναούτογλου ήταν αυτός που έδωσε τηλεοπτικό χρόνο, σε έναν Σαντικάι φανερά αλλαγμένο. Παρ’ ότι πλέιμπακ, οι ερμηνείες του στα απολυτίκια ήταν άνευρες σε σχέση με τον θεατρινίστικο στόμφο του παρελθόντος, αυτήν την «θα σ’ αγακαλιάσω θες δεν θες» απειλή που εξέπεμπε κάποτε. Όταν ο παρουσιαστής τον ρώτησε για τα επόμενα βήματά του, ο κάπως κομπλαρισμένος μικρός είπε κοφτά πως τώρα ετοιμάζει «άλλα» τραγούδια, χωρίς περαιτέρω εξήγηση.

Πριν φτάσει σε αυτή την περίεργη καμπή της καριέρας του, ο Χρήστος Σαντικάι είχε προλάβει να υπάρξει το enfant terrible της εγχώριας δισκογραφίας. Βροντερά ονόματα του εγχώριου μουσικού σταρ σίστεμ, συντρίβονταν μπροστά στους δίσκους του μικρού υμνωδού. Στη σύντομη καριέρα του, πρόλαβε να δει απανωτές πρώτες θέσεις σε άλμπουμ και σινγκλ, χρυσάφι, πλατίνα -και ομορφιές στα charts, όπως το ιστορικό «#1 Χρ. Σαντικάι: Ο Μικρός Τυμπανιστής, #2 Madonna: Hung Up»! Υπήρξε τέτοιου μεγέθους φαινόμενο, που έφερε κέρδος σε μια τόσο εξαθλιωμένη βιομηχανία όπως η δισκογραφία. Και μάλιστα, δεν ήταν καν μουσικό φαινόμενο, αλλά τηλεοπτικό.

Ο 11χρονος «μαθητής Μουσικού Γυμνασίου» εμφανίστηκε πριν 3 χρόνια, ανάμεσα σε μανουάλια, μικρομέγαλα σακάκια και ύμνους με συνθεσάιζερ. Εκεί που βλέπαμε Παρατράγουδα ή Μάκη, η εικόνα κοβόταν και ο Χρήστος Σαντικάι άρχιζε να ψέλνει πριν προλάβεις να πιάσεις το τηλεκοντρόλ για να το αλλάξεις. Ο Χρήστος τράβαγε πάντα πρώτος. Όπως είναι λογικό, κάποιοι άρχισαν να εκνευρίζονται. Αντικείμενα άρχισαν να πετιώνται στις οθόνες όταν εμφανιζόταν. Μα εκείνος, άοκνος εργάτης της ευλάβειας. Τραγουδούσε τη «Ζωή εν Τάφω» ή τον «Μικρό Τυμπανιστή» -και ο Μητσικώστας του απάνταγε με το «Μικρός Ευαγγελάτος». Και μετά, ξαφνικά, η σιωπή. Η εξαφάνιση. Τις τελευταίες εβδομάδες, η συζήτηση γύρω από την απουσία του θύμιζε Νίνη. Οσο δεν εμφανιζόταν στις οθόνες, προσπαθούσαμε να πείσουμε τον εαυτό μας πως «αργει ακόμα το Πάσχα». Κάθε φορά που το Alter έβαζε διαφημίσεις, όλοι κράταγαν την αναπνοή τους. Μα όχι. Ηταν και πάλι η «καμήλα που μασάει μήλα».

Τι έφταιξε άραγε; Ήταν απογοητευτικές οι πωλήσεις τα Χριστούγεννα που πέρασαν; Μήπως ο κόσμος είχε βρει πλέον πιο αξιοπερίεργα πράγματα για να ασχολείται; Η προφανής απάντηση είναι μια: ο Χρήστος Σαντικάι ήταν πια πολύ μεγάλος για να περνάει ως «χαριτωμένο παιδάκι». Πρόλαβε να γίνει προιόν ενός πρωτοφανούς τηλεοπτικού μάρκετινγκ, να συζητηθεί σε όλη τη χώρα και να σβήσει -πριν προλάβει να γίνει 16 χρονών. Αν ήμουν στη θέση του, δεν έχω ιδέα τι διάολο θα έκανα τώρα. Και τι «άλλα» τραγούδια μπορεί να ετοιμάζει; Είναι μεγάλος για παιδάκι, αλλά πολύ μικρός ακόμα για μαγαζί στην Εθνική. Θα γίνει μήπως ο (υπερβολικά) νέος Γονίδης, τώρα που ο παλιός στράφηκε στους ψαλμούς;

Όπως και να ΄χει, σε λίγο καιρό κανείς δεν θα τον θυμάται τις γιορτάρες μέρες. Το Πάσχα και τα Χριστούγεννα τον αποχαιρετούν για πάντα. Η Σκοτεινή Πλευρά τον υποδέχεται, όπως όλους τους τηλεοπτικούς εκπεσόντες. Μόνο που ο συγκεκριμένος, αν ποτέ επιστρέψει, θα είναι επειδή δεν τον άντεχαν ούτε εκεί…

Ένας τσαντισμένος επικήδειος: Σκατά Στους Προοδευτικούς

(Έψιλον, Απρίλιος 2008)

Πρώτα απ’ όλα: «Χέστον». Εστω με άηχο «χ», μα σε καμία περίπτωση «Ιστον». Καταλαβαίνω πως το κοινό τής δεκαετίας του ’50 δεν θα πήγαινε σε ταινία με τέτοιο όνομα πρωταγωνιστή, μα ελπίζω πως έχουμε ωριμάσει λίγο από τότε. Ο άνθρωπος είναι νεκρός, ας πούμε τουλάχιστον σωστά το όνομά του. Αφού, από τα υπόλοιπα, σχεδόν τίποτα δεν ειπώθηκε σωστά.

Ψηλός, μπρατσαράς, με φωνή που κάνει τα μπετά να τρίζουν, ένα πρόσωπο γεμάτο γωνίες και εκτυφλωτικά μπλε μάτια, ο εκλιπών ήταν ο τελευταίος μεγάλος “action hero”. Το θέμα, όμως, είναι πως ήταν και ο πρώτος. Ο Χέστον ήταν τόοοοσο ψηλά στη μυθολογία του σινεμά, που τίποτα δεν θα μπορούσε να ξεθωριάσει τον μύθο του. Και όλοι θα έπρεπε να το σκεφτούν δυο και τρεις φορές πριν επιχειρήσουν να τον “κοντύνουν”. Είναι ζήτημα στοιχειώδους σεβασμού απέναντι στην Τέχνη. Μα είναι και πολλά περισσότερα. Έχει να κάνει με το κοινό που δεν έχει ιδέα από τις ταινίες και το έργο του Χέστον. Το κοινό που τον ξέρει μόνο ως ηθικό αυτουργό των δολοφονιών του Κόλουμπάιν -το είχατε καταλάβει πως ο τίτλος του κειμένου απευθύνεται στον Μάικλ Μουρ. Ε, θα το πω: αυτό το κοινό είναι άξιο όλου του κατιμά που ξεφορτώνεται κάθε Πέμπτη στα σινεμά.

Δεν θα διαφωνήσετε στο ότι, αν η ιστορία του κινηματογράφου αφιερώσει μια σελίδα στον Χέστον, στον Μουρ θα αφιερώσει μια πρόταση -στην οποία μάλιστα θα αναφέρεται ανάμεσα σε 5-6 ακόμα ονόματα. Και ποια θα είναι αυτά τα ονόματα; Ο Κλούνεϊ θα είναι, και ο Σον Πεν. Ξέρετε ποιοι ήταν οι συνεργάτες του Χέστον; Ο Σεσίλ ντε Μιλ, ο Λόρενς Ολίβιε και η Λόρεν. Ο Όρσον Γουέλς... και ο Σαμ Πέκινπα. Οι δύο τελευταίοι δεν αναφέρονται καθόλου τυχαία: και των δύο οι ταινίες με πρωταγωνιστή τον Χέστον («Το Άγγιγμα του Κακού» και «Major Dundee» αντίστοιχα), δεν πήγαν καθόλου καλά στο γύρισμα. Και στις δύο οι σκηνοθέτες ήταν σε αυτοκαταστροφική περίοδο και τα στούντιο θέλησαν να τους απολύσουν. Και στις δύο ο Χέστον μπήκε μπροστά, απείλησε να φύγει μαζί με τον σκηνοθέτη και δέχτηκε περικοπές μισθών για να μην πάνε φούντο οι παραγωγές. Ξέρετε ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Δύο αριστουργήματα. Δύο γαμημένα αριστουργήματα.

Αλλά μην ξεφεύγουμε από τα πολιτικά. Ο Κλούνεϊ, ο Μουρ και το λοιπό προοδευτικό παρεάκι του Χόλιγουντ, δημιουργεί μεν, ακολουθεί δε το ρεύμα της εποχής. Το να κατηγορείς τον Μπους και την οπλοκατοχή είναι εξαιρετικά ασφαλής δρόμος –μόνο επικοινωνιακό κέρδος μπορεί να φέρει. Υπήρχε όμως μια εποχή που καίγανε τους μαύρους ζωντανούς και, όποιος τολμούσε να πει «καίμε τους μαύρους ζωντανούς», δεν ξανάβρισκε δουλειά στο Χόλιγουντ (ο έτερος μακαρίτης των ημερών Ζυλ Ντασέν θα συμφωνούσε σε αυτό). Ε, κάπου εκείνη την εποχή, έγινε μια μεγάλη πορεία στην Ουάσινγκτον με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ να συγκρατεί με νύχια και με δόντια ένα απελπισμένο πλήθος μαύρων. Για προσέξτε ποιος είναι δίπλα στον Κινγκ, στις φωτογραφίες της πορείας.

Και όχι μόνο αυτά. Ο Χέστον είχε πολεμήσει στον Β’ Παγκόσμιο. Έναν εξαιρετικά σαφή πόλεμο: από τη μια οι φασίστες, από την άλλη όλοι οι υπόλοιποι. Άρα, de facto πιο μη-φασίστας από τον Κλούνεϊ, και μάλιστα σε συνθήκες που δεν σήκωναν χαριτωμενιές. Όταν πρωταγωνιστείς σε ταινία που παίρνει 11 Οσκαρ, σε παίρνει να πεις ό,τι γουστάρεις. Εκείνος προτίμησε να πει για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για τους τελευταίους Ινδιάνους, για τα συνδικαλιστικά των λιγότερο διάσημων συναδέλφων του και να περιοδεύσει στο πλευρό του Κένεντι. Όπως αποδείχτηκε όμως, μπορείς να νικήσεις τον φασισμό, μα όχι έναν σαδιστή ντοκιμαντερίστα.

Επειδή αυτό ακριβώς έδειχναν τα κανάλια στα μονόλεπτα ρεπορτάζ για τον θάνατο του Χέστον. Την αρματοδρομία του «Μπεν Χουρ», το άνοιγμα της θάλασσας από τον Μωυσή, τον ίδιο, γέρο πλέον, να ανεμίζει μια καραμπίνα –και όλο το υπόλοιπο βίντεο αποτελείτο από τα γνωστά. Τον Χέστον, δηλαδή, να συνειδητοποιεί πως κάποιος προσπαθεί να εισβάλλει στο σπίτι του με σκοπό να τον εξευτελίσει. Να επιστρατεύει όλη του την ψυχραιμία και να προσπαθεί (άγνωστο γιατί) να φερθεί με αξιοπρέπεια –απέναντι σε έναν τύπο που κραδαίνει φωτογραφίες νεκρών παιδιών, του κολλάει μια κάμερα στη μούρη, τον καταγράφει παρά τη θέλησή του και μετά διανέμει αυτό το υλικό στα σινεμα κάθε πόλης του πλανήτη. Γιατί λοιπόν οι προοδευτικοί φρίττουν με το Μπιγκ Μπράδερ και τον Ευαγγελάτο –αλλά καγχάζουν με τα παθήματα του γερο-δεξιού; Στο σινεμά ήμουν όταν προβαλλόταν και τους άκουγα. Σε αυτόν τον πλανήτη μένω έκτοτε, και βλέπω τι διαστάσεις οσιομάρτυρα πήρε για την παγκόσμια αριστερά ο Μάικλ Μουρ.

Βέβαια, το να βιντεοσκοπείς τον εξευτελισμό ενός ανθρώπου και να γίνεσαι μετά πλούσιος και σύμβολο, είναι κακό. Μα είναι ακόμα χειρότερο αν το θύμα σου πάσχει εδώ και δεκαπέντε χρόνια από Αλτσχάιμερ. Δεν το βρίσκετε κάπως απάνθρωπο; Δεν ξεπερνάει κάποια πολύ βασικά όρια αυτό το πράγμα; Μήπως μια τόσο δυσάρεστη ασθένεια θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται με λίγο σεβασμό; Η απάντηση είναι Όχι. Επειδή ο Τζορτζ Κλούνεϊ δεν είχε πει την τελευταία του κουβέντα. Και σε μια γκλαμουράτη απονομή βραβείων που ήταν παρουσιαστής, έπρεπε να πει αστειάκια από το οτο-κιού –όπως κάθε παρουσιαστής βραβείων. «Ο Τσάρλτον Χέστον ανακοίνωσε ξανά σήμερα πως πάσχει από Αλτσχάιμερ», είπε το αστειάκι ο Κλούνεϊ. «Χα-χα-χα» από κάτω οι εξέκιουτιβ προντιούσερς. Το πιάσατε; Ξεχνάει δηλαδή -και καλά- επειδή έχει Αλτσχάιμερ, για αυτό το ανακοινώνει συνέχεια. Χα-χα-χα.

Ο βλακάκος ο Κλούνεϊ. Ο σωσίας του Νικοπολίδη (και μιλάω ως βάζελος). Πλην όμως, πλήρης νηνεμία στο συλλογικό υποσυνείδητο. Για τις ειδήσεις -και τους θεατές των ειδήσεων- ο Κλούνεϊ παραμένει το Φωτεινό Μονοπάτι της Χολιγουντιανής αριστεράς, ενώ ο Χέστον παρέμεινε ατιμασμένος ακόμα και στους επικήδειους. Βολικός στόχος και δακτυλοδεικτούμενος. Στο άκουσμα του θανάτου του, όλοι είπαμε ενστικτωδώς «τον πούστη τον φασιστόγερο». Βλέπετε λοιπόν τι ζημιά προκαλεί στα εγκεφαλικά κύτταρα η πολλή πολιτική ορθότητα; Τα πράγματα γίνονται σχηματικά, σαφή αλλά ρηχά, γενικόλογα, επιλεκτικά και άχρονα. Είναι πάντα βολικό να έχεις έναν ξεκάθαρο “κακό” απέναντί σου. Κατηγορώντας τον, αναδεικνύεις την ηθική σου ανωτερότητα. Όταν το software του μυαλού μας ακούει «Τσάρλτον Ιστον», βγάζει καρτέλα «Τσάρλτον Ιστον= γουστάρει όπλα= ΚΑΚΟΣ».

Αλλά το μόνο αμάρτημά του, ήταν απλά πως γινόταν όλο και πιο δεξιός όσο γέρναγε. Παράξενο, ε;

Μαϊμούδες στην Ιερά Οδό: the Santa Barbara case

(Έψιλον, Ιανουάριος 2008)


Πριν από λίγες μέρες, δύο περιπολικά έφτασαν στην οδό Καλατζάκου, ένα στενό σοκάκι απέναντι από την πλατεία Ελεούσας. Η πλατεία Ελεούσας είναι το κεντρικό σημείο της Αγίας Βαρβάρας: εκεί βρίσκεται η ομώνυμη εκκλησία, εκεί το δημαρχείο –εκεί και ο λόγος που έφερνε τα δύο περιπολικά στην περιοχή. Μέσα σε αυτά, μαζί με τους αστυνομικούς, βρίσκονταν και εκπρόσωποι γνωστών εταιριών ένδυσης. Κακός συνδυασμός για την οδό Καλατζάκου.

Τα πράγματα γρήγορα ξέφυγαν από τον έλεγχο. Οι καταστηματάρχες της περιοχής τσακώθηκαν με τους αστυνομικούς, έριξαν και έφαγαν κάτι ψιλές -και σύντομα πήραν με τις πέτρες τους εισβολείς, οι οποίοι απάντησαν με δακρυγόνα και κυνήγι στους γύρω δρόμους. Δεν είναι πρώτη φορά που δυνάμεις του νόμου προσπαθούν να πατήσουν πόδι στην Αγία Βαρβάρα. Μα είναι η πρώτη φορά που τα επεισόδια λαμβάνουν τέτοια έκταση. «"Νέα Ζωνιανά" το γκέτο της Αγίας Βαρβάρας», είπαν την επόμενη μέρα τα κανάλια.

Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Πρώτα απ’ όλα, ουδέν αναληθέστερο από τον όρο «γκέτο». Η Σάντα Μπάρμπαρα, πρώην προάστιο του Σίτι και νυν μούλτι-κούλτι δήμος, δεν θυμίζει σε τίποτα υποβαθμισμένη περιοχή. Αντιθέτως: ο επισκέπτης συναντά μια μικρή έκταση ανάμεσα στην Ιερά Οδό και τον Κορυδαλλό γεμάτη παρκάκια, γαλήνιους δρόμους και γνώριμη ατμόσφαιρα δυτικού προαστίου. Τα κωλοπειραγμένα αμάξια περνάνε εκτοξεύοντας ριπές Νίκου Βέρτη, ενώ τριγύρω σουλατσάρουν νεαροί με ξεβαμμένα τζιν και εφαρμοστές μπλούζες. Αν υπάρχει ένα πρόβλημα στην περιοχή, είναι αυτές ακριβώς οι μπλούζες.

Επειδή, ως γνωστόν, εδώ και χρόνια η περιοχή της Αγίας Βαρβάρας αποτελεί το κοινό μυστικό της φθηνής ένδυσης. Καταναλωτές από όλη την Αθήνα φτάνουν εκεί για να αγοράσουν ρούχα και παπούτσια επώνυμων εταιριών, σε τιμές εντυπωσιακά χαμηλότερες από τις κανονικές. Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, αυτό συμβαίνει επειδή οι έμποροι της περιοχής φέρνουν λαθραία κοντέινερ με ρούχα, κατευθείαν από τα βαλκανικά εργοστάσια των εταιριών: παγκοσμιοποιημένη δηλαδή η Nike, κάνει βουλγάρικο εργοστάσιο, και η Αγία Βαρβάρα έχει τις άκρες για να σου φέρει πάμφθηνο Nike. Ιντριγκαδόρικο σενάριο, μα αμφιλεγόμενο: έχει παρατηρηθεί πως αυτή η εκδοχή χρησιμοποιείται επίμονα από όσους έχουν ψωνίσει στην περιοχή. Όλοι οι υπόλοιποι, πιστεύουν απλά πως τα ρούχα είναι μαϊμούδες.

Τα συνομωτικά ρουχάδικα πλημμυρίζουν την περιοχή. Κάθε στενάκι της κεντρικής οδού Ελ. Βενιζέλου φιλοξενεί 3 ή 4 από αυτά, που στο σύνολό τους φτάνουν σίγουρα κάμποσες δεκάδες. Κάποια είναι σε υπόγεια, άλλα έχουν φροντισμένη βιτρίνα. Μερικά δεν έχουν καν ταμπέλα απ’ έξω. Τα περισσότερα είναι ολόιδια μεταξύ τους: μικροσκοπικά δωμάτια (γύρω στο 4x4) με γυμνούς τοίχους και στοίβες κούτες παπουτσιών. Τζαμένιες πόρτες είναι ανοιχτές κάθετα στο πεζοδρόμιο και παπούτσια κρέμονται πάνω τους. Ένα κοινό στοιχείο όλων των μαγαζιών: εγκαρδιότητα. Δεν θα υπάρξει πωλητής να μη τσακιστεί να σε καλωσορίσει χαμογελαστά μόλις μπεις στο μαγαζί, ή να μην σε αποκαλέσει με όποιο υποκοριστικό οικειότητας υπάρχει όσο βοηθά, ταυτόχρονα, στο ψάξιμο.

Σε ένα από τα μαγαζιά της Καλατζάκου, ο πωλητής είχε όλα τα παραπάνω στο μέγιστο βαθμό. «Έλα φιλαράκι πέρνα μέσα, καλή χρονιά, καλά είσαι; Ρίξε μια ματιά στα ρουχαλάκια με την ησυχία σου και ό,τι θέλεις εδώ είμαι. Κοίτα μπλουζάκι τρομερό καινούρια παραλαβή, είσαι κι εσύ έτσι μικρόσωμος σαν εμένα, ίδιο νούμεράκι φοράμε, το ‘χω κι εγώ το ίδιο σπίτι μου».

Μέσα στο μαγαζί, δεν υπήρχε ρούχο που να μην φέρει κάποια διάσημη φίρμα: αμερικάνικες εταιρίες στα κάζουαλ και τα αθλητικά, Ιταλοί σχεδιαστές στα πιο κυριλέ. «Πόσο το έχεις αυτό;», ρώτησα τον πωλητή δοκιμάζοντας ένα τζάκετ γνωστης φίρμας. «90 ευρώ, θα το πάρεις 60 επειδή σου πάει κουτί και θα το φχαριστηθείς» απάντησε εκείνος.

Είπα να κάνω το κορόιδο. «Τόσο λίγο; Έχω δει το ίδιο 160 ευρώ». «Ναι, αλλά στα Κολωνάκια και στις Κηφισιές πληρώνεις τη βιτρίνα», έκανε το κορόιδο με μεγαλύτερη επιτυχία ο πωλητής. «Εμείς εδώ είμαστε εισαγωγείς. Φέρνουμε τα ρούχα κατευθείαν από την Ιταλία, από την Ταϋλάνδη… Είναι και δικό μας το μαγαζί, γουστάρουμε να ντύνεται καλά ο κόσμος, δεν θέλουμε να τα έχουμε ακριβά».
- Γιατί σας κυνηγάνε τότε;
- Επειδή χαλάμε την πιάτσα με τις τιμές.
- Κι όταν σας την πέσουν τι κάνετε;

«Έχουμε καλούς δικηγόρους» είπε, σαν να είχε έτοιμη την απάντηση.

Τα μαγαζιά της περιοχής κατά πλειονότητα ανήκουν σε ντόπιους τσιγγάνους. Στην Αγία Βαρβάρα καταγράφεται ένα ενδιαφέρον στατιστικό φαινόμενο: ενώ είναι ένας από τους δήμους με τη μεγαλύτερη ανεργία σε όλο το Λεκανοπέδιο, είναι ταυτόχρονα και ο δήμος με το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας ανάμεσα στον Τσιγγάνικο πληθυσμό. Λόγος για αυτό, είναι βέβαια τα συγκεκριμένα μαγαζιά. Πολλά μάλιστα, δέχονται και κρατικές επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές, στα πλαίσια ενίσχυσης των μειονοτήτων. Κάποια από αυτά δεν κόβουν αποδείξεις, δεν έχουν τιμές στα ρούχα και παραβιάζουν το ωράριο λειτουργίας. Μα τίποτα από αυτά δεν είναι το θέμα: το μεγαλύτερο ζητούμενο παραμένει η προέλευση των εμπορευμάτων τους.

Κατά τις ώρες αιχμής, οι παράνομες αγωραπωλησίες δεν περιορίζονται στα καταστήματα. Νεαροί με δερμάτινα μπουφάν και καδένες τη στήνουν στα πεζοδρόμια της Ε. Βενιζέλου, πλησιάζοντας αποφασιστικά κάθε διερχόμενο. Το «φιλαράκι, να σου πω ένα λεπτό;» είναι μια ατάκα που θα έκανε οποιονδήποτε να κοντοσταθεί –αν είναι καινούριος στην περιοχή και δεν γνωρίζει τις συνέπειες. Εφόσον τσιμπήσεις, το ψηστήρι είναι αφόρητο: ο υπαίθριος λιανοπώλης θα σε ακολουθεί για κάμποσα μέτρα, θα πληγώνεται αν τον αγνοείς, θα ρίχνει την τιμή κάθε πέντε δευτερόλεπτα και όλα αυτά κρατώντας στα χέρια χρυσά ρολόγια ή αρώματα. Ένας ενδεικτικός διάλογος:
- Ρε ψηλέ, Άκουα ντι Τζίο σου λέω, δώσε σαράντα ευρώ και πάρτο.
- Άσε ρε φίλε, ευχαριστώ, δεν φοράω αρώματα.
- Αδερφέ πάρτο για δώρο αν δεν το θες, δώσε τριάντα και δεν θα πάει χαμένο, μιλάμε για πολύ ακριβό άρωμα.
- Αφού είναι ακριβό, εσύ γιατί το πουλάς τριάντα ευρώ;
- (συνομωτικά) Κλεμμένο είναι ρε φιλαράκι, τι θες να σου λέω τώρα…
- Καλά, κλέβεις αρώματα;
- Άσε ρε δικέ μου, δυο χρόνια με αναστολή είμαι τώρα.
- Έφαγες δύο χρόνια επειδή έκλεβες αρώματα;
- Κοίτα, δώσε δέκα εσύ και δέκα ο φίλος σου και πάρτε το, σε ανάγκη είμαι κι εγώ.
- Θενξ ρε, πρέπει να φύγω…
- Ρολεξάκι γουστάρεις;
- Μην παιδεύεσαι, δεν ενδιαφέρομαι.
- Πες μου τι ψάχνεις και θα τα βρούμε. Θες ένα από τα μικρά τα mp3; Σε ένα λεπτάκι στο ‘φερα.

Και ούτω καθεξής, ανάλογα με τις αντοχές και τα γούστα του υποψήφιου πελάτη. Μια παρατήρηση: η πραμάτεια τους είναι ρολόγια και αρώματα, μα για την ακρίβεια ανδρικά ρολόγια και ανδρικά αρώματα. Δεν είακι τυχαίο αυτό. Μόνο ένας άντρας θα κολακευόταν με τη σκέψη «αγόρασα χρυσή ρολογάρα μισοτιμής, επειδή είμαι της πιάτσας και το βρήκα κλεμμένο». Αν βέβαια είναι μαϊμού που πασάρεται ως κλεμμένο, τότε μιλάμε για επίδειξη μαρκετίστικης ευφυίας απ’ την πλευρά των εμπόρων. Μα και ο καταναλωτής δεν είναι απαραίτητα κορόιδο. Αγοράζει τη φίρμα ή το σχέδιο που ήθελε, σε τόσο χαμηλή τιμή που η γνησιότητα τού είναι πλέον αδιάφορη. Και έτσι είμαστε όλοι ευχαριστημένοι. Όλοι; Όχι βέβαια. Οι εταιρίες ρουχισμού που βλέπουν τα συμφέροντά τους να θίγονται, επιμένουν πως πρόκειται για μαϊμούδες και ξεκινάνε σταυροφορία εναντίον τους.

Το «η πειρατεία σκοτώνει τη ραπτική» κίνημα συνοδεύεται από αριθμητικά στοιχεία: πάνω από 15 δις ευρώ (10% του ΑΕΠ) ο ετήσιος τζίρος του παραεμπορίου, σύμφωνα με υπολογισμούς. Κάθε μέρα, δεκάδες χιλιάδες κλεψίτυπα ρούχα, παπούτσια ή αξεσουάρ πωλούνται έξω από την επίσημη οικονομία, εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ πάνε χαμένα για το κράτος και τις επιχειρήσεις. Τα κέρδη είναι πολύ μεγάλα για να είναι ανεξέλεγκτα. Στα καφενεία της Αγίας Βαρβάρας, οι απόψεις διίστανται σχετικά με το ποιος ελέγχει αυτή την τεράστια μπίζνα. Κάποιο υπονοούν πως τα αφεντικά της περιοχής είναι πολύ ευρύτερα και ισχυρότερα, μα χρησιμοποιούν τους Τσιγγάνους στα μαγαζιά για το κουλέρ λοκάλ της υπόθεσης. «Να πας να ρωτήσεις στα υπουργεία και στην αστυνομία ποιος είναι από πίσω», είναι η πιο διαδεδομένη απάντηση.

Και πήγα. Οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες δεν θέλησαν να κάνουν κάποιο σχόλιο πάνω στο φαινόμενο της Αγίας Βαρβάρας. Το ίδιο, παραδόξως, και ο δήμος της περιοχής. Από τη Γενική Ασφάλεια, ο αξιωματικός με τον οποίον μίλησα παραδέχτηκε πως οι αρχές γνωρίζουν τη κατάσταση στην περιοχή και συναντούν δυσκολίες στην αντιμετώπισή της. «Ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις της Αστυνομίας;» τον ρωτάω. «Δεν υπάρχει κάτι ανακοινώσιμο προς το παρόν», λέει. «Θα προτιμούσα να διατηρήσουμε το στοιχείο του αιφνιδιασμού».

Τακτικές κινήσεις στρατευμάτων, λοιπόν, σε ένα περίπλοκο κοινωνικό-επιχειρηματικό Stratego. Από τη μία, μια μαφία που εκμεταλλεύεται φυλετικά στερεότυπα για να αυγατίσει το μαύρο χρήμα της. Και από την άλλη, η βαριά βιομηχανία του ρουχισμού σε αδιέξοδο. Τόσα χρόνια, οι επώνυμες εταιρίες έπειθαν τους καταναλωτές να αγοράζουν βάσει ονόματος και όχι βάσει ποιότητας –και τώρα πληρώνουν το τίμημα για αυτό. Η Αγία Βαρβάρα είναι το μέλλον. Και, ως γνωστόν, το μέλλον είναι τώρα. Είναι η εποχή που τα γκέτο συγκεντρώνουν πλούτο… και οι εταιρίες χάνουν ό,τι πολυτιμότερο έχουν: το όνομά τους. Στη μέση οι καταναλωτές, λαχταρούν επώνυμα ρούχα μα αδυνατούν να τ’ αγοράσουν. Ταραχές ξεσπάνε στα προάστια της πόλης. Οι κρατικές δυνάμεις καταστολής τίθενται στη διάθεση των εταιριών... Λένε πως ο επόμενος πόλεμος θα γίνει για το νερό. Λάθος. Για φθηνότερα Nike θα γίνει.

Χριστόδουλος, ή Οδηγός Αναγνώρισης Ιστορικών Προσώπων

(Αδημοσίευτο, Ιανουάριος 2008)


Φυσικά, ο νεκρός δεδικαίωται. Πόσο μάλλον αν αυτός δεν πέθανε, αλλά εκοιμήθη. Ακούγεται σαν λέξη από τραγούδι του Αττίκ, μα είναι αυτή που από σήμερα το πρωί, 28 Ιανουαρίου του 2008, αντιλαλεί στα κανάλια και τους ραδιοφωνικούς σταθμός. Χρησιμοποιείται μόνο όταν πεθαίνει θρησκευτικός αξιωματούχος –και μόλις πέθανε ο ανώτερος όλων. Ο Χρήστος «Χριστόδουλος» Παρασκευαϊδης, νεαρότερος αρχιεπίσκοπος στην ιστορία της Ελλαδικής Εκκλησίας, γεννημένος στην Ξάνθη το 1939 και αυτή τη στιγμή ταριχευμένος σε λαϊκό προσκύνημα στην καρδιά της Αθήνας. Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα, εκρηκτικά πρόσωπα της τελευταίας τριανταετίας. Ως εκ τούτων, και ένα από τα ιστορικότερα.


(...) Ακόμα και το timing της εμφάνισης του Χριστόδουλου στο προσκήνιο, ήταν κρίσιμο. Το 1998, ο Σημίτης είχε περάσει τα πρώτα αγγούρια (και εξωτερικού και εσωτερικού και Πασοκικού) και ετοιμαζόταν να βαλει μπρος την ατζέντα του. Μπορεί κάποιος να καταλογίσει χίλια κακά στην ατζέντα του Σημίτη, μα δεν θα αρνηθεί τον συνεπή αντικληρικανισμό της. Και είναι γεγονός πως η ιστορία με τις ταυτότητες ήταν μια από τις ήσσονες παραμέτρους της σύγκρουσης που ξεκίναγε. Κι όμως: μόνο για αυτή τη μικρή παράμετρο, κατέβηκε στους δρόμους περισσότερος κόσμος από ότι για το Euro.


Ποιος πιστώνεται αυτή τη μυθική κινητοποιηση; Προφανώς, ο Χριστόδουλος. Αν τον Σεραφείμ τον είχε διαδεχτεί κάποιος με τα ίδια μυαλά, θα περίμενε να φτάσουν σε ζόρικα θέματα, όπως η εκκλησιαστική περιουσία ή οι μισθοί των κληρικών για να αντιδράσει. Και τι θα έκανε; Άντε να πούλαγε κατ’ ιδίαν τσαμπουκά στο Μαξίμου, ή να έβαζε τις εκκλησίες να μοιράζουν δεξιά ψηφοδέλτια. Σίγουρα όμως δεν θα καταφερνε με τίποτα να στήσει μια τέτοια τιτάνια υπερπαραγωγή στο Σύνταγμα, με τιμημένα λάβαρα, Σταλινικών διαστάσεων εξέδρα και εκατοντάδες χιλιάδες σημαίες της Ελλάδας και της ΑΕΚ.


Τη θυμάμαι καλά εκείνη την εποχή. Η ιστορία με τις ταυτότητες ήταν το φυτίλι ενός εθνικού διχασμού που υπέφωσκε για χρόνια. Για την ακρίβεια, από τη μεταπολίτευση και μετά: τη δεκαετία του ’70 αμπέχωνα και ρεμπέτικα, το ’80 Αντρέας… και το ’90 σπάσιμο των φραγμάτων, νέες ιδέες και αντιλήψεις από παντού, ιδιωτικά κανάλια, Κωστόπουλος και λάιβ Prodigy. Οι παλαιάς κοπής δεξιοί ζούσαν επι τριακονταετία σε καθεστώς καταπίεσης. Έβλεπαν τα παιδιά τους να γίνονται «Αμερικανάκια» και «ξεβράκωτες» να κοσμούν τα εξώφυλλα των περιοδικών. Τα ήθη χαλάρωναν, ο σεβασμός στις παραδόσεις έφθινε –και όλοι τούς αποκαλούσαν ταγματασφαλίτες ή βασιλοχουντικούς. Διανοούμενοι του στυλ «Νίκος Δήμου» δοκίμαζαν πόσο μακριά μπορούσαν να φτάσουν τον μοχθηρό τους προοδευτισμό, μόνο για να δουν πως όλοι εξακολουθούσαν να συμφωνούν μαζί τους. Οι δεκαετίες της δεξιάς τρομοκρατίας είχαν παρέλθει και τώρα τα πράγματα ήταν τούμπα. Οι δεξιοί είχαν αρχίσει να τσαντίζονται. Ο διχασμός ήταν οξύς, μα υπόγειος.


Το μόνο που χρειαζόταν για να εκραγεί η χύτρα, ήταν ένα ικανός προβοκάτορας. Το κλισέ περί «του κατάλληλου ανθρώπου-την κατάλληλη στιγμή» δεν ήταν ποτέ πιο ακριβές. Ο Χριστόδουλος ήξερε τι θα προκαλέσει, ήξερε μετα βεβαιότητος πως δεν γινόταν να χάσει. Ακριβώς για αυτό και ρίχτηκε στη μάχη. Η διχαστική του ρητορεία κινητοποίησε ένα κομμάτι του πληθυσμού που δίψαγε για ρεβάνς. Γριές με κάδρα της Φρειδερίκης και εξηντάρηδες που έβγαλαν άδεια για περίπτερο από τη Χούντα. Θεούσες και Μακεδονόκαυλοι. Λούμπεν νοικοκυραίοι. Μια υποκουλτούρα που δεν απασχολεί τους διαφημιστές, είναι δυσδιάκριτη στις δημοσκοπήσεις και ζει εξόριστη στη Σπιναλόγγα του lifestyle. Εκείνο το απόγευμα της 21ης Ιουνίου του 2000, λίγα μέτρα από τη Βουλή, ο στρατός του Χριστόδουλου συνειδητοποίησε πρώτη φορά τη δύναμή του.


Ως γνωστόν, η ιστορία αυτή τέλειωσε. Οι νέες ταυτότητες εκδόθηκαν και θρήσκευμα δεν υπάρχει πάνω τους. Σημαίνει αυτό πως ο Χριστόδουλος ηττήθηκε; Τα γεγονότα αποδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο. Η εικόνα του σκυφτού Καραμανλή να υπογράφει για το θρήσκευμα δεν ξεχνιέται εύκολα. Και ο Χριστόδουλος δεν είχε ούτε λόγο, ούτε την παραμικρή πρόθεση να την ξεχάσει. Ως καλός παίχτης, μπλόφαρε στο στραβό χαρτί και πήγε πάσο, περιμένοντας την επόμενη μοιρασιά. Και του ‘ρθε κέντα στο χέρι. Όχι μόνο κράταγε την πολιτική ηγεσία της χώρας σε ένα καθεστώς διαρκούς, υπονοούμενου εκβιασμού, μα ανάγκαζε και κάθε άλλο κόμμα να του φιλάει δουλικά το χέρι.


Για αυτό ακριβώς και ο Χριστόδουλος ήταν τόσο φοβερός αντίπαλος. Από τη μία, υπήρξε ο πιο πετυχημένος μάνατζερ της απερίγραπτου πλούτου πολυεθνικής με το όνομα «Εκκλησία της Ελλάδος». Και από την άλλη, ικανοποίησε τα πολιτικά του απωθημένα καλύτερα από ότι κι αν είχε γίνει πρωθυπουργος. Κάποιοι κατηγορούσαν τον Χριστόδουλο για την προκλητική χλιδή του. Άλλοι για ραδιουργίες και lobbying στα εκκλησιαστικά έγκατα. Άλλοι για υποκρισία σχετικά με την προσωπική του ζωή, ή χειραγώγηση των μαζών, ή ιδεολογική ωμότητα. Σύμφωνοι. Αλλά θα επιμείνω πως άλλο ήταν το ασυγχώρητο αμάρτημα του Χριστόδουλου: ο επικοινωνιακός κυνισμός του.


Όλοι υποψιαζόμασταν πως τα περί Πόλης και Αγια-Σοφιάς τα έλεγε περισσότερο για να προβοκάρει, παρά επειδή τα ένιωθε. Το ίδιο και όταν επιτίθετο στους Εβραίους, τους Μουσουλμάνους, τους Καθολικούς, τους Τούρκους, τους Σκοπιανούς, τους Αμερικάνους, τους μετανάστες, τους γκέι, τους διανοούμενους, τους νεοδιανοούμενους, τη Νέα Τάξη, τους Stones, το Big Brother, το μονοτονικό, την παγκοσμιοποίηση, την Αρχαία Ελλάδα, την Αναγέννηση, τους Φράγκους, ή τις Δυνάμεις του Σκότους. Το κάθε κύρηγμά του γινόταν πρώτο θέμα στις ειδήσεις, πόρωνε τα αρρωστάκια του, έδινε την ευκαιρία στον Βούτση να πουλήσει ανέξοδο προοδευτισμό –και όλοι ήμασταν ευχαριστημένοι. Μα υπάρχει μια διαφορά: αυτός ήταν πιο ευχαριστημένος από όλους.


Ο Χριστόδουλος εισήγαγε καινά δαιμόνια στην εκκλησία. Ένα επιτελείο top-class επικοινωνιολόγων, αρχιμανδρίτες-λακέδες που καθοδηγουσαν τις κάμερες σε κάθε του εμφάνιση, μπιζ και χειροκροτήματα στο ιερό. Τα θεατρινίστικα ξεσπάσματά του έκαναν τις γριές να ανταριάζονται, μα δεν μποροσαύν να κρύψουν τη σκοπιμότητά τους. Ούτε την εγωπάθεια, την απληστία και την υποκρισία του ομιλητή. Παρ’ όλα αυτά, ο Χριστόδουλος συνέχισε να προμοτάρει λυσσασμένα τον εαυτό του. Το ΑΜΑΝ τον έκανε ρεντίκολο -κι εκείνος απάνταγε με περισσότερες επικοινωνιακές ακρότητες σαν να μην λογαριάζει κανέναν. Τα σόου του γίνονταν όλο και πιο περίπλοκα, πιο εξεζητημένα. Ο Χριστόδουλος-πολιτικός χειριζόταν τον Χριστόδουλο-ίματζ σαν χαρακτήρα από τους Sims, βλέποντας τις καταστάσεις και καθοδηγώντας αναλόγως την εικόνα του.


Ήταν λοιπόν απατεώνας ο Χριστόδουλος; Μια απλή περίπτωση πλαστοπροσωπίας; Όχι βέβαια: χαρισματικός ήταν. Ευφύης, αποτελεσματικός και αδίστακτος. Τρομερός συνδυασμός. Ανέλαβε μια εξουσία την οποία πολλοί είχαν στο παρελθόν, μα μόνο εκείνος συνειδητοποίησε τη δύναμή της. Και φρόντισε να την αξιοποιήσει και να την αυξήσει με τρόπο υποδειγματικό. Κατάφερε να αλλάξει τους εγχώριους όρους διακυβέρνησης, μετατρέποντας την εκκλησία σε Πέμπτη Εξουσία. Κάτι το οποίο μας ανάγκασε να θεωρούμε αυτονόητο και τελικά το συνηθίσαμε, ενώ τα πράγματα δεν θα ήταν αναγκαστικά έτσι. Λόγω αυτού και μόνο αυτού, τα κυρήγματα του Άνθιμου πλέον δεν ήταν "Παπάς Λέει 'Φάτε Τους Γυφτοσκοπιανούς'", αλλά "Νέα Παρέμβαση Άνθιμου Για Το Σκοπιανό". Η διαφορά είναι τεράστια και βαθιά ουσιαστική.

Γιατί λοιπόν ήταν τόσο ιστορικό πρόσωπο ο Χριστόδουλος; Όπως γράφτηκε και παραπάνω, επειδή με τη δράση του τσάκισε τις αυταπάτες περί τέλους του Εμφυλίου. Οργάνωσε και ενέπνευσε τα πιο αντιδραστικά τμήματα του πληθυσμού. Έβαλε τον τυφλό συντηρητισμό σε θέση ισότιμου συνομιλητή. Οριοθέτησε χρονικά την εποχή της μετα-Μεταπολίτευσης. Ήταν ο σεισμός που αποκάλυψε το κοινωνικό ρήγμα. Έβαλε τον Καρατζαφέρη στη Βουλή –αλλά συγχρόνως αύξησε και τα ποσοστά του Συνασπισμού.

Μα το σημαντικότερο όλων: ο Χριστόδουλος ήταν το χειρόφρενο στην κοινωνική ιστορία της χώρας. Από το 1998 ως σήμερα, ο κόσμος άλλαξε -γύρω στις 5-6 φορές. Τι έκανε για αυτό; Με το απυρόβλητο του τίτλου του και τη χειραγώγηση των καναλιών απενοχοποίησε το κοινό του, πείθοντάς το πως δεν είναι ντροπή να είσαι μονοδιάστατος, φοβικός και αδιάλλακτος. Κράτησε πίσω μια ολόκληρη χώρα, επιβάλλοντας το ελληνορθόδοξο κουκούλι ως καταφύγιο των ταραγμένων καιρών. Ιστορικό πρόσωπο λοιπόν ο εκλιπών, αλλά με μια διαφορά. Ενώ τα υπόλοιπα ιστορικά πρόσωπα άλλαξαν κάτι, ο Χριστόδουλος πέρασε στην ιστορία επειδή πάλεψε για να μην αλλάξει τίποτα.