Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Κιθαρο-ήρωες σε άμιλλα και η "Γενιά τού Mall"

(Big Fish, Δεκέμβριος 2008)

Οι σύγχρονοι έφηβοι λατρεύουν να σολάρουν με τις κιθάρες τους, μα παραείναι βαριεστημένοι για να μάθουν να παίζουν κιθάρα. Υπεύθυνος για αυτό, είναι το παιχνίδι-φαινόμενο «Guitar Hero» -και το πανευρωπαϊκό τουρνουά για τους φανατικούς του, ήταν ευκαιρία να δούμε πώς μεγαλώνει μια ολόκληρη γενιά «καμμένη» από τις ατέλειωτες ώρες videogaming.

Ένα τουρνουά για φανατικούς των video games είναι ιδανικό για δύο πράγματα, κυρίως. Πρώτον για να νιώσεις γέρος, ό,τι ηλικία κι αν έχεις. Και δεύτερον, για να πάρεις μια μυρωδιά από το τι τρόπους έχει ανακαλύψει αυτή την εποχή η νεολαία για να σπαταλήσει τα καλύτερά της χρόνια. Τα video games είναι υπεύθυνα για εκατομμύρια αντιπαραγωγικές ώρες «καψίματος» κάθε χρόνο, σε κάθε χώρα, με ατέλειωτους εθισμένους gamers να περνάνε τις μέρες τους μακριά από το φως του ήλιου, υπνωτισμένοι στη Ζώνη του Λυκόφωτος ανάμεσα στο virtual και το πραγματικό. Στην πραγματικότητα, ο μόνος τρόπος να ξεκολλήσεις έναν πραγματικό gamer από την οθόνη της παιχνιδομηχανής του, είναι να τον καλέσεις σε ένα μέρος όπου θα υπάρχουν πολλές οθόνες, και πολλές παιχνιδομηχανές.

Το «2ο Ευρωπαϊκό Τουρνουά Video Games Fnac» της περασμένης εβδομάδας, ήταν μια από αυτές τις σπάνιες περιστάσεις. Σε αυτό, οι καλύτεροι κιθαρίστες της χώρας είχαν την ευκαιρία να κοντράρουν τα high scores τους, με τους νικητές να προκρίνονται στον πανευρωπαϊκό videogaming τελικό σε δύο μήνες στη Μαδρίτη. Ένα λεπτό, όμως: «κιθαρίστες»;

Ναι και όχι. Το «Guitar Hero», δηλαδή το παιχνίδι στο οποίο διαγωνίζονταν οι παίχτες του τουρνουά, είναι αυτό που κυριαρχεί στα Πλέιστεϊσον του πλανήτη τα τελευταία δύο χρόνια, με πάνω από είκοσι εκατομμύρια πωλήσεις παγκοσμίως και μια σίγουρη θέση ανάμεσα στα πιο πρωτόγνωρα φαινόμενα της δεκαετίας. Ενας συνδυασμός video game, καραόκε και ψευδαισθήσεων μεγαλείου, το «Guitar Hero» εξοπλίζει τον παίχτη με μια πλαστική μινιατούρα κιθάρας ως joystick και τον αφήνει να πάρει την εκδίκησή του από τους πραγματικούς, διάσημους «ήρωες της κιθάρας» που παρακολουθεί ψαρωμένος εδώ και δεκαετίες. Χρωματιστές μπαλίτσες πέφτουν ρυθμικά στην οθόνη υπό τους ήχους κάποιου γνωστού τραγουδιού –και ο παίχτης παίρνει πόντους αν πατήσει, τη σωστή στιγμή, το αντίστοιχου χρώματος κουμπί στην ταστιέρα της ψευδο-κιθάρας. Ακούγεται σαχλαμάρα; Οι δεκάδες έφηβοι που συνέρρευσαν στα έγκατα του Mall εκείνο το απόγευμα Σαββάτου για να δείξουν τις -τελειοποιημένες από αμέτρητες ώρες καψίματος- ικανότητές τους στο να πατάνε το κατάλληλο κουμπί την κατάλληλη στιγμή, δεν θα συμφωνούσαν.

Στη σκηνή τώρα βρισκόταν ένα τρίο που έμοιαζε προορισμένο για μεγάλη επίδοση. Τρεις δεκαεξάχρονοι, ένας κοντός σγουρομάλλης στη κιθάρα και δύο άλλοι πανομοιότυποι εμφανισιακά στα πλαστικά ψευδο-ντραμς και το μικρόφωνο αντίστοιχα. Βλέποντας τον κοντό πιτσιρικά να έχει μισοβγάλει τη γλώσσα του στο πάνω χείλος σαν να προσπαθεί να συγκεντρωθεί όσο γίνεται περισσότερο σε αυτό που έκανε, η εικόνα δεν μου πολυέβγαζε νόημα. Λίγη ώρα νωρίτερα, όσο οι συγκεκριμένοι τρεις περίμεναν να διαγωνιστούν, τούς είχα πιάσει κουβέντα προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω το ποιοι (και πώς) είναι οι πραγματικοί κολλημένοι gamers. Μαθητές Λυκείου και οι τρεις, όπως μου εξήγησαν, έμοιαζαν να μοιράζονται ένα ακριβό αλτέρνατιβ γούστο στα ρούχα και εμφανή αδεξιότητα στις κοινωνικές επαφές –όλα δηλαδή τα χαρατηριστικά της γενιάς που, ταιριαστά με την περίσταση, έχει περάσει ως «Η Γενιά τού Mall».

Κι όμως, τώρα, καθώς το «Beat It» του Μάικλ Τζάκσον (το τραγούδι στο οποίο διαγωνίζονταν όλοι) έφτανε στο θρυλικό uber-ποζεράδικο σόλο του Εντι Βαν Αλεν, ο πριν πέντε μόλις λεπτά λιγομίλητος νεολαίος εξέπεμπε μια αλλόκοτη ζωντάνια, ένα πείσμα να νικήσει τη μηχανή που είχε απέναντί του, μια αυτιστική ενεργητικότητα που έμοιαζε να πηγαίνει τελείως κόντρα με την υποτονική συμπεριφορά του προηγουμένως. Αυτό είναι, σκέφτηκα. Τα video games για τον σύγχρονο λοβοτομημένο τινέιτζερ, είναι ό,τι τα φρεσκα ανθρώπινα μυαλά για τα ζόμπι. Μπορεί να σέρνεις το βήμα σου όλη μέρα, απαντώντας με emo μουγκανητά σε ό,τι σε ρωτάνε, μα μπροστά σε ένα Πλέιστέϊσον κάποιο ένστικτο ξυπνάει, μια κατάσταση στην οποία μπορείς επιτέλους να συντονίσεις τον εαυτό σου, να βρεις έναν σκοπό και να συγκεντρωθείς σε αυτόν με όσες ζωτικές δυνάμεις έχουν απομείνει μέσα σου. Το προ τριακονταετίας «Ξύπνημα των Νεκρών» του Τζωρτζ Ρομέρο, η κατά τεκμήριο καλύτερη ζόμπι ταινία όλων των εποχών, μοιάζει αγριευτικά ταιριαστή με την περίπτωση. Και εκεί, εξάλλου, το μόνο ένστικτο που έχει απομείνει σε όσους ανθρώπους μολύνθηκαν και έγιναν ζόμπι, είναι το να συρρεύσουν κατά εκατοντάδες σε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο…

Μα το ερώτημα παραμένει. Είναι τώρα «κιθαρίστες» αυτοί; Ως κάποιος του οποίου οι γονείς έδωσαν ένα κάρο λεφτά για να σπουδάσει κιθάρα, δεν μπορώ παρά να απαντήσω οργισμένα «όχι». Μα τα γεγονότα λένε το αντίθετο. Οι έρευνες αγοράς αποδεικνύουν πως πολλοί από τους πιτσιρικάδες που κόλλησαν με το «Guitar Hero», έκαναν το βήμα παραπάνω, αποφασίζοντας να μάθουν και στην πραγματικότητα κάποιο όργανο. Σε μια εποχή κατακόρυφης ύφεσης της μουσικής βιομηχανίας και αδιεξόδου της μουσικής δημιουργίας, θα μπορούσε άραγε ένα ιδιότροπο video game να προκαλέσει την επόμενη γενιά rock’n’roll συγκροτηματων που θα σώσουν το είδος; «Ο κόσμος αντιμετωπίζει πλέον τη μουσική σαν φόντο, ακούγοντάς την ενώ κάνει ταυτόχρονα άλλα πράγματα» έλεγε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Αλεξ Ρηγόπουλος, διευθυντής της εταιρίας που κυκλοφορεί το «Guitar Hero». «Εμείς τους μετατρέπουμε σε ενεργούς συμμετέχοντες και αυτοί έχουν δείξει μια προθυμία να πληρώσουν για αυτή την εμπειρία».

Μα δεν είναι μόνο θέμα προσφοράς και ζήτησης. Οποιος έχει παίξει έστω μια φορά στη ζωή του video games, ξέρει πως είναι πολύ περισσότερα. Ξέρει καλά πώς είναι το να βλέπεις κάποιον να κάνει high score και να θέλεις να τον ξεπεράσεις. Μια πρόκληση θλιβερά ανούσια μα, την ίδια στιγμή, απολύτως ακαταμάχητη. «Ωωωω μαλάκα, το είδες αυτό;» βόγγηξε ένας ξερακιανός έφηβος με γυαλιά και σπυράκια πίσω μου. Το τρεντοαλτέρνατιβ τρίο έφτανε στο τέλος της εμφάνισής του και ένας συνδυασμός εύστοχων χτυπημάτων στα «ανάποδα» ντραμς του «Beat It» και ορθά συγχρονισμένων virtual πενιών, είχε εκτοξεύσει το σκορ τους σε απάτητα ως εκείνη τη στιγμή ύψη. Γύρισα και κοίταξα τον τύπο που μίλησε. Αυτός και το γκρουπ του ήταν οι επόμενοι στη διαγωνιστική σειρά και η μεγάλη επίδοση την οποίαν έδειχναν να πετυχαίνουν οι ανταγωνιστές τους, είχε προκαλέσει ανησυχία.

Σαν προπονητής σε τάιμ-άουτ, ο πιτσιρικάς με το τζιν μπουφάν και το τζιν παντελόνι μάζεψε τους άλλους δύο δίπλα του και άρχισαν να καταστρώνουν την τακτική τους, όλοι με μπλουζάκια μέταλ συγκροτημάτων και κουρέματα για τα οποία θα μετανιώσουν οικτρά στο μέλλον. Καθώς άφηνα το Fnac, οι τρεις μικροί nerds πέρναγαν το λουρί της ιμιτασιόν ηλεκτρικής κιθάρας στο λαιμό τους και ετοιμάζονταν να ζήσουν 3,5 λεπτά ημίθεης rock’n’roll ονείρωξης, ενώ ο Τζο Στράμερ τούς κοίταζε από το εξώφυλλο μιας βιογραφίας του στο απέναντι ράφι του καταστήματος. Ισως ήταν ιδέα μου, μα δεν φαινόταν ιδιαίτερα ενοχλημένος από αυτό που έβλεπε.


(εικονογράφηση: Κων Χρυσούλης)