Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Μπύρες, μπύρες, μπύρες: ο Αθηναϊκός τελικός τού Τσάμπιονς Λιγκ

(Αδημοσίευτο, Μάιος 2007)



Έχουν μείνει γύρω στα είκοσι λεπτά ως τη σέντρα του τελικού και τίποτα δεν δείχνει να πηγαίνει καλά. Καμια πεντακοσαριά Λιβερπουλιανοί (το καταραμένο κομμάτι τους, εκείνοι που διέσχισαν διαγώνια ολόκληρη την Ευρώπη για να μην βρουν τελικά εισιτήριο) έχουν φτιάξει μια μεγάλη ουρά αναμονής έξω απο την Τεχνόπολη στο Γκάζι. Η γιγαντοοθόνη που είχε στηθεί εκεί υποσχόταν γλέντι, μα η έμπνευση των διοργανωτών να βάλουν είσοδο (10 ευρώ) και να κάνουν σωματικό έλεγχο σε κάθε έναν που έμπαινε, γεννούσε την υποψία πως ο Τζέραρντ, ο Γκατούζο, ο Μαλντίνι και ο Κάραχερ θα ξεκίναγαν το πάρτυ χωρίς εμάς.

Κάπου στη μέση της ουράς εντοπίζω τον Ρόμπι. Μου εξηγεί πως δεν βρήκε εισιτήριο (αν και είχε πολλές λαμογιο-προτάσεις απο "bloody Greeks"), μα νιώθει υπέροχα στην πόλη που σε λίγη ώρα θα σηκώσει την κούπα η ομάδα του. Τον Ρόμπι τον είχαμε γνωρίσει το προηγούμενο βράδυ, παραμονή του τελικού, όταν σουλατσάραμε στην τιγκαρισμένη πλατεία Συντάγματος και ψάχναμε κάποιον Άγγλο για να μας εξηγήσει τα συνθήματά τους. "Αυτό το τραγούδι που λέτε συνέχεια, στον ρυθμό του Ring of Fire, ποια είναι τα λόγια του;", τον είχαμε ρωτήσει. "Δεν έχει λόγια, είναι απλά ένας ωραίος ρυθμός". "Μάλιστα. Τι νόημα έχει όμως ένα γηπεδικό τραγούδι χωρίς λόγια;", προσπαθώ να καταλάβω. "Δεν είναι γηπεδικό τραγούδι, είναι τραγούδι του Τζόνι Κας", με διορθώνει και αρχίζει να τραγουδάει με τους δικούς του το "Αχ και να 'χαμε 11 σαν τον Τζέιμι Κάραχερ στην ομάδα", στο ρυθμό του "Yellow Submarine". Η εικόνα της πλατείας ήταν σαν να έβρεχε κουτάκια μπύρας για μέρες ολόκληρες. Μια μυρωδιά (κάτι ανάμεσα σε δημόσια αποχωρητήρια και μούχλα) τρύπαγε τα ρουθούνια, ενώ οι ανυποψίαστοι περαστικοί έκαναν σλάλομ σπινάροντας στη διάχυτη γλίτσα των πλακακιών. «Χριστέ μου, κοίτα τι κάνανε στο συντριβάνι!», αναφωνεί μια ορθά σκεπτόμενη ηλικιωμένη κυρία λίγο πιο κάτω. Η αλήθεια είναι ότι είχε τα μαύρα του τα χάλια: σαν τις εικόνες που δακρύζουν, έτσι και στο συντριβάνι του Συντάγματος έγινε θαύμα με την εμφάνιση του Αγγλικού λεφουσιού και άρχισε να αναβλύζει αφρισμένη μπύρα.

Παρ΄ όλα αυτά, η ατμόσφαιρα ήταν συναρπαστική. Είναι αδύνατον να μη νιώσεις στον αέρα πως κάτι σπουδαίο συμβαίνει εδώ, κάτι μεγάλο σαν τους Ολυμπιακούς αλλα ακόμα πιο διασκεδαστικό, εκδηλωτικό και παθιασμένο. Οι Βρετανοί όμως, δεν ξεφεύγουν απο τα όρια. Η κυρία που δουλεύει στο McDonald’s της πλατείας δείχνει κουρασμένη απο τον φόρτο εργασίας και τις φωνές, μα εκτιμάει πως οι κόκκινοι είναι "καλά παιδιά". "Έχω να δω τόσους Άγγλους μαζεμένους από τα Δεκεμβριανά", ήταν το αχρείαστο σχόλιο του παππού από το απέναντι τραπέζι.

Επειδή, όντως, οι Ιταλοί υπήρξαν ανύπαρκτοι. Οι Σύμμαχοι κατήγαγαν περηφανή νίκη στη μάχη του Κέντρου και όσοι ροσονέρι εμφανίστηκαν ήταν ολιγάριθμες παρέες που έβγαζαν φωτογραφίες με τους σουρωμένους Άγγλους ή, αναπόφευκτα ως Ιταλιάνοι, γκομένιζαν. Ένας ξανθός τύπος δίπλα τους έχει φορέσει στο λαιμό του ένα χαρτόνι που έγραφε στα ελληνικά "ΘΕΛΩ ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ. ΚΑΛΑ ΛΕΦΤΑ". Τα πλαστά εισιτήρια πωλούνται πέντε ευρώ σαν σουβενίρ και απ’ότι φαίνεται τελικά δεν θα βρέξει. Οι περισσότεροι δρόμοι γύρω απο το Σύνταγμα είναι κλειστοί ή μισόκλειστοι και οι αστυνομικοί τρέχουν σαν παλαβοί πάνω-κάτω κορνάροντας υστερικά σε κάθε διασταύρωση. Οι Κόκκινοι έχουν κάνει καταληψη στα σκαλάκια δίπλα απο την έξοδο του μετρό και υψώνουν τα κασκόλ τους, για να ξελαρυγγιαστούν στο ανατριχιαστικό "You 'll Never Walk Alone". Οι συγκεντρωμένοι Έλληνες τους βγάζουν φωτογραφίες με τα κινητά. Αποφασίζουμε να ρίξουμε μια ματιά λίγο παρακάτω, στο Μοναστηράκι.

Κατεβαίνοντας την Ερμού, η κίνηση είναι πυκνή σχεδόν σαν Σάββατο πρωί. Στην πλατεία Μοναστηρακίου, οι οργανοπαίχτες των μαγαζιών παίζουν τον "Ζορμπα" και οι Άγγλοι αντιδρούν με ενθουσιασμό. Μόλις το τραγούδι τελειώσει, ένας Λιβερπουλιανός με καραμούζα σαλπίζει το "Ring of Fire". Ο μπουζουξής προσπαθεί να το πιάσει και τελικά καταφέρνει να το κουτσοπαίξει. Ακόμα πιο βροντερές αντιδράσεις απο τους Άγγλους. Κάπου εμφανίζονται ελάχιστοι ακόμα Ιταλοί. Και αυτοί πολύ πιο εστέτ απο τους χοντρούς, καραφλούς, μεθυσμένους, θορυβώδεις, κραυγαλέους Άγγλους. Παρ' όλα αυτά, δεν συμβαίνει το παραμικρό.

Το περίπτερο στη Μητροπόλεως έχει στο ψυγείο του πορτοκαλάδες, κοκακόλες, νερά, ενεργειακά ποτά, γάλα, μα ούτε μια μπύρα. Όταν εμφανιστούν έξι (6) κουτάκια, γίνονται ανάρπαστα και ίσα που προλαβαίνω να γραπώσω τα δύο τελευταία. Ένας πενηντάρης με κόκκινο μούσι με πλησιάζει και με νοήματα μου κάνει σαφές πως είναι διατεθειμένος να πληρώσει για το ένα. "Λίβερπουλ φαν;" τον ρωτάω. "Sure, mate" λέει χαμογελαστά. Το να πάρεις λεφτά απο άγγλο φίλαθλο για ένα κουτάκι μπύρα, παραμονές τελικού Τσάμπιονς Λιγκ όπου παίζει η ομάδα του, καταστρατηγεί κάθε έννοια ανθρωπισμού. "Ιτς γιόρς, γκουντ λακ τουμόροου" του λέω -μα δεν προλαβαίνω να δεχτώ τις ευχαριστίες του, αφού με την άκρη του ματιού μου πιάνω κάτι που δεν φαίνεται νορμάλ.

Μια ομάδα απο δέκα περίπου άτομα, Έλληνες, χωρίς διακριτικά κάποιας ομάδας, σε πλήρη επιχειρησιακό συντονισμό και με έναν νευρικό κοκαλιάρη με κόκινο τζόκεϊ καπέλο επικεφαλής, διασχίζουν το εύθυμο πλήθος. Ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα, η μανούρα έχει ξεσπάσει: οι καρέκλες απο τις πέριξ καφετέριες και ταβέρνες απογειώνονται, μπουκάλια σπάνε και μια χούφτα άνθρωποι μπλέκονται σε ένα κουβάρι αρκουδόξυλου, που πολύ αμφιβάλλω αν καταλάβαιναν ποιός βαράει ποιόν. Τα γκαρσόνια τρέχουν πανικόβλητα να μαζέψουν τα καθίσματα, ήχοι απο γυαλί που σπάει και βρισιές σε ακαταλαβίστικα αγγλικά, τα επίλεκτα σώματα των κόκκινων έχουν ήδει οργανωθεί και στρίβουν τρέχοντας στα δαιδαλώδη στενάκια γύρω απο τη Μητροπόλεως, την Αιόλου και την Κολοκοτρώνη. Φυσικά, τους ακολουθούμε.

Αν πάνε να σε δείρουνε πες "Γκρικ, Γκρικ!" και αν πάνε να σε πιάσουνε οι μπάτσοι φώναξε "Έλληνας, ρε παιδιά", επαναλαμβάνω νευρικά μέσα μου. Ποτέ δεν έχω ξανανιώσει τόσο περήφανος για την εθνικότητά μου. Ένας γουλί χοντρός με μπλουζάκι του Τζέιμι Γκάραχερ (ο ήρωας, σημαία σέντερ-μπακ της Λίβερπουλ) σκοντάφτει πάνω σε ένα τραπέζι καφετέριας. Ο σερβιτόρος που είχε πάει για να το μαζέψει, πισωπατά διστακτικά. Ο Άγγλος αρπάζει τα δύο μπουκάλια μπύρας που ήταν πάνω, τραβάει μια τζούρα απο το ένα και τα κρύβει στην τεράστια παλάμη του για πολεμοφόδια. Ο σύντροφός του που ακολουθούσε, αρπάζει το ίδιο το τραπέζι και το εκσφενδονίζει στη βιτρίνα παρακείμενης μπουτίκ. Πετυχαίνει τοίχο.

Λίγη ώρα αργότερα έχουν διασκορπιστεί, κάνοντας πως δεν βλέπουν τα περιπολικά που καταφθάνουν νωχελικά. Επιστρέφουμε στο Σύνταγμα. Έχει αρχίσει να ψιλοβρέχει και η ώρα είναι περασμένη. Κόκκινα ανθρωπάκια με κόκκινα μάγουλα και κόκκινες φανέλες συνεχίζουν να πλημμυρίζουν την πλατεία, αν και το αλκοόλ έχει εμφανώς αρχίσει να επιδρά κατασταλτικά. Μια ομάδα αστυνομικών έχει συγκεντρωθεί στην αρχή της Ερμού. Δίπλα τους, καμια δεκαριά τύποι με φαρδιούς ώμους και ξυρισμένα τα πλαϊνά του κεφαλιού έχουν τα χέρια στις τσέπες και κοζάρουν απειλητικά όποιον περνάει. Ανάμεσά τους, και ο κοκαλιάρης με το κόκκινο τζόκεϊ.


Πίσω απο τους δυο-τρεις χιλιάδες που έχουν μπει ήδη στην Τεχνόπολη, πίσω απο τα σκοτάδια του χώρου και τα κατσιασμένα δέντρα, πίσω απο τα περίπτερα των χορηγών και τα κάγκελα που μας χώριζαν απο 'κει, η γιγαντοοθόνη δείχνει πως οι ομάδες είναι έτοιμες να μπουν στον αγωνιστικό χώρο. Δεν θα μπορούσα να πως το ίδιο και για εμάς. Ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν το πρώτο σφύριγμα παραμένουμε απ' έξω, εγκλωβισμένοι σε μια ουρά που διογκώνεται αντί να μικραίνει. Μπροστά στο επαπειλούμενο ντου απο παντού, οι διοργανωτές ξαφνικά ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες. Μπουκάρουμε ουρλιάζοντας. Ο Τζέραρντ έχει παρει θέση μαζί με τον Κόιτ για τη σέντρα. Οι Άγγλοι απο κάτω έχουν παρανοήσει. Εκατοντάδες εκατομμύρια κόρες ματιών σε ολόκληρο τον πλανήτη διαστέλλονται απο την έξαψη. Ο τελικός του Τσάμπιονς Λιγκ, κάτι χιλιόμετρα βορειότερα απο μας, σε ένα γήπεδο που ξέρουμε απ' έξω, είναι έτοιμος να ξεκινήσει.