(Αδημοσίευτο, Ιανουάριος 2008)
Φυσικά, ο νεκρός δεδικαίωται. Πόσο μάλλον αν αυτός δεν πέθανε, αλλά εκοιμήθη. Ακούγεται σαν λέξη από τραγούδι του Αττίκ, μα είναι αυτή που από σήμερα το πρωί, 28 Ιανουαρίου του 2008, αντιλαλεί στα κανάλια και τους ραδιοφωνικούς σταθμός. Χρησιμοποιείται μόνο όταν πεθαίνει θρησκευτικός αξιωματούχος –και μόλις πέθανε ο ανώτερος όλων. Ο Χρήστος «Χριστόδουλος» Παρασκευαϊδης, νεαρότερος αρχιεπίσκοπος στην ιστορία της Ελλαδικής Εκκλησίας, γεννημένος στην Ξάνθη το 1939 και αυτή τη στιγμή ταριχευμένος σε λαϊκό προσκύνημα στην καρδιά της Αθήνας. Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα, εκρηκτικά πρόσωπα της τελευταίας τριανταετίας. Ως εκ τούτων, και ένα από τα ιστορικότερα.
(...) Ακόμα και το timing της εμφάνισης του Χριστόδουλου στο προσκήνιο, ήταν κρίσιμο. Το 1998, ο Σημίτης είχε περάσει τα πρώτα αγγούρια (και εξωτερικού και εσωτερικού και Πασοκικού) και ετοιμαζόταν να βαλει μπρος την ατζέντα του. Μπορεί κάποιος να καταλογίσει χίλια κακά στην ατζέντα του Σημίτη, μα δεν θα αρνηθεί τον συνεπή αντικληρικανισμό της. Και είναι γεγονός πως η ιστορία με τις ταυτότητες ήταν μια από τις ήσσονες παραμέτρους της σύγκρουσης που ξεκίναγε. Κι όμως: μόνο για αυτή τη μικρή παράμετρο, κατέβηκε στους δρόμους περισσότερος κόσμος από ότι για το Euro.
Ποιος πιστώνεται αυτή τη μυθική κινητοποιηση; Προφανώς, ο Χριστόδουλος. Αν τον Σεραφείμ τον είχε διαδεχτεί κάποιος με τα ίδια μυαλά, θα περίμενε να φτάσουν σε ζόρικα θέματα, όπως η εκκλησιαστική περιουσία ή οι μισθοί των κληρικών για να αντιδράσει. Και τι θα έκανε; Άντε να πούλαγε κατ’ ιδίαν τσαμπουκά στο Μαξίμου, ή να έβαζε τις εκκλησίες να μοιράζουν δεξιά ψηφοδέλτια. Σίγουρα όμως δεν θα καταφερνε με τίποτα να στήσει μια τέτοια τιτάνια υπερπαραγωγή στο Σύνταγμα, με τιμημένα λάβαρα, Σταλινικών διαστάσεων εξέδρα και εκατοντάδες χιλιάδες σημαίες της Ελλάδας και της ΑΕΚ.
Τη θυμάμαι καλά εκείνη την εποχή. Η ιστορία με τις ταυτότητες ήταν το φυτίλι ενός εθνικού διχασμού που υπέφωσκε για χρόνια. Για την ακρίβεια, από τη μεταπολίτευση και μετά: τη δεκαετία του ’70 αμπέχωνα και ρεμπέτικα, το ’80 Αντρέας… και το ’90 σπάσιμο των φραγμάτων, νέες ιδέες και αντιλήψεις από παντού, ιδιωτικά κανάλια, Κωστόπουλος και λάιβ Prodigy. Οι παλαιάς κοπής δεξιοί ζούσαν επι τριακονταετία σε καθεστώς καταπίεσης. Έβλεπαν τα παιδιά τους να γίνονται «Αμερικανάκια» και «ξεβράκωτες» να κοσμούν τα εξώφυλλα των περιοδικών. Τα ήθη χαλάρωναν, ο σεβασμός στις παραδόσεις έφθινε –και όλοι τούς αποκαλούσαν ταγματασφαλίτες ή βασιλοχουντικούς. Διανοούμενοι του στυλ «Νίκος Δήμου» δοκίμαζαν πόσο μακριά μπορούσαν να φτάσουν τον μοχθηρό τους προοδευτισμό, μόνο για να δουν πως όλοι εξακολουθούσαν να συμφωνούν μαζί τους. Οι δεκαετίες της δεξιάς τρομοκρατίας είχαν παρέλθει και τώρα τα πράγματα ήταν τούμπα. Οι δεξιοί είχαν αρχίσει να τσαντίζονται. Ο διχασμός ήταν οξύς, μα υπόγειος.
Το μόνο που χρειαζόταν για να εκραγεί η χύτρα, ήταν ένα ικανός προβοκάτορας. Το κλισέ περί «του κατάλληλου ανθρώπου-την κατάλληλη στιγμή» δεν ήταν ποτέ πιο ακριβές. Ο Χριστόδουλος ήξερε τι θα προκαλέσει, ήξερε μετα βεβαιότητος πως δεν γινόταν να χάσει. Ακριβώς για αυτό και ρίχτηκε στη μάχη. Η διχαστική του ρητορεία κινητοποίησε ένα κομμάτι του πληθυσμού που δίψαγε για ρεβάνς. Γριές με κάδρα της Φρειδερίκης και εξηντάρηδες που έβγαλαν άδεια για περίπτερο από τη Χούντα. Θεούσες και Μακεδονόκαυλοι. Λούμπεν νοικοκυραίοι. Μια υποκουλτούρα που δεν απασχολεί τους διαφημιστές, είναι δυσδιάκριτη στις δημοσκοπήσεις και ζει εξόριστη στη Σπιναλόγγα του lifestyle. Εκείνο το απόγευμα της 21ης Ιουνίου του 2000, λίγα μέτρα από τη Βουλή, ο στρατός του Χριστόδουλου συνειδητοποίησε πρώτη φορά τη δύναμή του.
Ως γνωστόν, η ιστορία αυτή τέλειωσε. Οι νέες ταυτότητες εκδόθηκαν και θρήσκευμα δεν υπάρχει πάνω τους. Σημαίνει αυτό πως ο Χριστόδουλος ηττήθηκε; Τα γεγονότα αποδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο. Η εικόνα του σκυφτού Καραμανλή να υπογράφει για το θρήσκευμα δεν ξεχνιέται εύκολα. Και ο Χριστόδουλος δεν είχε ούτε λόγο, ούτε την παραμικρή πρόθεση να την ξεχάσει. Ως καλός παίχτης, μπλόφαρε στο στραβό χαρτί και πήγε πάσο, περιμένοντας την επόμενη μοιρασιά. Και του ‘ρθε κέντα στο χέρι. Όχι μόνο κράταγε την πολιτική ηγεσία της χώρας σε ένα καθεστώς διαρκούς, υπονοούμενου εκβιασμού, μα ανάγκαζε και κάθε άλλο κόμμα να του φιλάει δουλικά το χέρι.
Για αυτό ακριβώς και ο Χριστόδουλος ήταν τόσο φοβερός αντίπαλος. Από τη μία, υπήρξε ο πιο πετυχημένος μάνατζερ της απερίγραπτου πλούτου πολυεθνικής με το όνομα «Εκκλησία της Ελλάδος». Και από την άλλη, ικανοποίησε τα πολιτικά του απωθημένα καλύτερα από ότι κι αν είχε γίνει πρωθυπουργος. Κάποιοι κατηγορούσαν τον Χριστόδουλο για την προκλητική χλιδή του. Άλλοι για ραδιουργίες και lobbying στα εκκλησιαστικά έγκατα. Άλλοι για υποκρισία σχετικά με την προσωπική του ζωή, ή χειραγώγηση των μαζών, ή ιδεολογική ωμότητα. Σύμφωνοι. Αλλά θα επιμείνω πως άλλο ήταν το ασυγχώρητο αμάρτημα του Χριστόδουλου: ο επικοινωνιακός κυνισμός του.
Όλοι υποψιαζόμασταν πως τα περί Πόλης και Αγια-Σοφιάς τα έλεγε περισσότερο για να προβοκάρει, παρά επειδή τα ένιωθε. Το ίδιο και όταν επιτίθετο στους Εβραίους, τους Μουσουλμάνους, τους Καθολικούς, τους Τούρκους, τους Σκοπιανούς, τους Αμερικάνους, τους μετανάστες, τους γκέι, τους διανοούμενους, τους νεοδιανοούμενους, τη Νέα Τάξη, τους Stones, το Big Brother, το μονοτονικό, την παγκοσμιοποίηση, την Αρχαία Ελλάδα, την Αναγέννηση, τους Φράγκους, ή τις Δυνάμεις του Σκότους. Το κάθε κύρηγμά του γινόταν πρώτο θέμα στις ειδήσεις, πόρωνε τα αρρωστάκια του, έδινε την ευκαιρία στον Βούτση να πουλήσει ανέξοδο προοδευτισμό –και όλοι ήμασταν ευχαριστημένοι. Μα υπάρχει μια διαφορά: αυτός ήταν πιο ευχαριστημένος από όλους.
Ο Χριστόδουλος εισήγαγε καινά δαιμόνια στην εκκλησία. Ένα επιτελείο top-class επικοινωνιολόγων, αρχιμανδρίτες-λακέδες που καθοδηγουσαν τις κάμερες σε κάθε του εμφάνιση, μπιζ και χειροκροτήματα στο ιερό. Τα θεατρινίστικα ξεσπάσματά του έκαναν τις γριές να ανταριάζονται, μα δεν μποροσαύν να κρύψουν τη σκοπιμότητά τους. Ούτε την εγωπάθεια, την απληστία και την υποκρισία του ομιλητή. Παρ’ όλα αυτά, ο Χριστόδουλος συνέχισε να προμοτάρει λυσσασμένα τον εαυτό του. Το ΑΜΑΝ τον έκανε ρεντίκολο -κι εκείνος απάνταγε με περισσότερες επικοινωνιακές ακρότητες σαν να μην λογαριάζει κανέναν. Τα σόου του γίνονταν όλο και πιο περίπλοκα, πιο εξεζητημένα. Ο Χριστόδουλος-πολιτικός χειριζόταν τον Χριστόδουλο-ίματζ σαν χαρακτήρα από τους Sims, βλέποντας τις καταστάσεις και καθοδηγώντας αναλόγως την εικόνα του.
Ήταν λοιπόν απατεώνας ο Χριστόδουλος; Μια απλή περίπτωση πλαστοπροσωπίας; Όχι βέβαια: χαρισματικός ήταν. Ευφύης, αποτελεσματικός και αδίστακτος. Τρομερός συνδυασμός. Ανέλαβε μια εξουσία την οποία πολλοί είχαν στο παρελθόν, μα μόνο εκείνος συνειδητοποίησε τη δύναμή της. Και φρόντισε να την αξιοποιήσει και να την αυξήσει με τρόπο υποδειγματικό. Κατάφερε να αλλάξει τους εγχώριους όρους διακυβέρνησης, μετατρέποντας την εκκλησία σε Πέμπτη Εξουσία. Κάτι το οποίο μας ανάγκασε να θεωρούμε αυτονόητο και τελικά το συνηθίσαμε, ενώ τα πράγματα δεν θα ήταν αναγκαστικά έτσι. Λόγω αυτού και μόνο αυτού, τα κυρήγματα του Άνθιμου πλέον δεν ήταν "Παπάς Λέει 'Φάτε Τους Γυφτοσκοπιανούς'", αλλά "Νέα Παρέμβαση Άνθιμου Για Το Σκοπιανό". Η διαφορά είναι τεράστια και βαθιά ουσιαστική.
Γιατί λοιπόν ήταν τόσο ιστορικό πρόσωπο ο Χριστόδουλος; Όπως γράφτηκε και παραπάνω, επειδή με τη δράση του τσάκισε τις αυταπάτες περί τέλους του Εμφυλίου. Οργάνωσε και ενέπνευσε τα πιο αντιδραστικά τμήματα του πληθυσμού. Έβαλε τον τυφλό συντηρητισμό σε θέση ισότιμου συνομιλητή. Οριοθέτησε χρονικά την εποχή της μετα-Μεταπολίτευσης. Ήταν ο σεισμός που αποκάλυψε το κοινωνικό ρήγμα. Έβαλε τον Καρατζαφέρη στη Βουλή –αλλά συγχρόνως αύξησε και τα ποσοστά του Συνασπισμού.
Μα το σημαντικότερο όλων: ο Χριστόδουλος ήταν το χειρόφρενο στην κοινωνική ιστορία της χώρας. Από το 1998 ως σήμερα, ο κόσμος άλλαξε -γύρω στις 5-6 φορές. Τι έκανε για αυτό; Με το απυρόβλητο του τίτλου του και τη χειραγώγηση των καναλιών απενοχοποίησε το κοινό του, πείθοντάς το πως δεν είναι ντροπή να είσαι μονοδιάστατος, φοβικός και αδιάλλακτος. Κράτησε πίσω μια ολόκληρη χώρα, επιβάλλοντας το ελληνορθόδοξο κουκούλι ως καταφύγιο των ταραγμένων καιρών. Ιστορικό πρόσωπο λοιπόν ο εκλιπών, αλλά με μια διαφορά. Ενώ τα υπόλοιπα ιστορικά πρόσωπα άλλαξαν κάτι, ο Χριστόδουλος πέρασε στην ιστορία επειδή πάλεψε για να μην αλλάξει τίποτα.
Φυσικά, ο νεκρός δεδικαίωται. Πόσο μάλλον αν αυτός δεν πέθανε, αλλά εκοιμήθη. Ακούγεται σαν λέξη από τραγούδι του Αττίκ, μα είναι αυτή που από σήμερα το πρωί, 28 Ιανουαρίου του 2008, αντιλαλεί στα κανάλια και τους ραδιοφωνικούς σταθμός. Χρησιμοποιείται μόνο όταν πεθαίνει θρησκευτικός αξιωματούχος –και μόλις πέθανε ο ανώτερος όλων. Ο Χρήστος «Χριστόδουλος» Παρασκευαϊδης, νεαρότερος αρχιεπίσκοπος στην ιστορία της Ελλαδικής Εκκλησίας, γεννημένος στην Ξάνθη το 1939 και αυτή τη στιγμή ταριχευμένος σε λαϊκό προσκύνημα στην καρδιά της Αθήνας. Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα, εκρηκτικά πρόσωπα της τελευταίας τριανταετίας. Ως εκ τούτων, και ένα από τα ιστορικότερα.
(...) Ακόμα και το timing της εμφάνισης του Χριστόδουλου στο προσκήνιο, ήταν κρίσιμο. Το 1998, ο Σημίτης είχε περάσει τα πρώτα αγγούρια (και εξωτερικού και εσωτερικού και Πασοκικού) και ετοιμαζόταν να βαλει μπρος την ατζέντα του. Μπορεί κάποιος να καταλογίσει χίλια κακά στην ατζέντα του Σημίτη, μα δεν θα αρνηθεί τον συνεπή αντικληρικανισμό της. Και είναι γεγονός πως η ιστορία με τις ταυτότητες ήταν μια από τις ήσσονες παραμέτρους της σύγκρουσης που ξεκίναγε. Κι όμως: μόνο για αυτή τη μικρή παράμετρο, κατέβηκε στους δρόμους περισσότερος κόσμος από ότι για το Euro.
Ποιος πιστώνεται αυτή τη μυθική κινητοποιηση; Προφανώς, ο Χριστόδουλος. Αν τον Σεραφείμ τον είχε διαδεχτεί κάποιος με τα ίδια μυαλά, θα περίμενε να φτάσουν σε ζόρικα θέματα, όπως η εκκλησιαστική περιουσία ή οι μισθοί των κληρικών για να αντιδράσει. Και τι θα έκανε; Άντε να πούλαγε κατ’ ιδίαν τσαμπουκά στο Μαξίμου, ή να έβαζε τις εκκλησίες να μοιράζουν δεξιά ψηφοδέλτια. Σίγουρα όμως δεν θα καταφερνε με τίποτα να στήσει μια τέτοια τιτάνια υπερπαραγωγή στο Σύνταγμα, με τιμημένα λάβαρα, Σταλινικών διαστάσεων εξέδρα και εκατοντάδες χιλιάδες σημαίες της Ελλάδας και της ΑΕΚ.
Τη θυμάμαι καλά εκείνη την εποχή. Η ιστορία με τις ταυτότητες ήταν το φυτίλι ενός εθνικού διχασμού που υπέφωσκε για χρόνια. Για την ακρίβεια, από τη μεταπολίτευση και μετά: τη δεκαετία του ’70 αμπέχωνα και ρεμπέτικα, το ’80 Αντρέας… και το ’90 σπάσιμο των φραγμάτων, νέες ιδέες και αντιλήψεις από παντού, ιδιωτικά κανάλια, Κωστόπουλος και λάιβ Prodigy. Οι παλαιάς κοπής δεξιοί ζούσαν επι τριακονταετία σε καθεστώς καταπίεσης. Έβλεπαν τα παιδιά τους να γίνονται «Αμερικανάκια» και «ξεβράκωτες» να κοσμούν τα εξώφυλλα των περιοδικών. Τα ήθη χαλάρωναν, ο σεβασμός στις παραδόσεις έφθινε –και όλοι τούς αποκαλούσαν ταγματασφαλίτες ή βασιλοχουντικούς. Διανοούμενοι του στυλ «Νίκος Δήμου» δοκίμαζαν πόσο μακριά μπορούσαν να φτάσουν τον μοχθηρό τους προοδευτισμό, μόνο για να δουν πως όλοι εξακολουθούσαν να συμφωνούν μαζί τους. Οι δεκαετίες της δεξιάς τρομοκρατίας είχαν παρέλθει και τώρα τα πράγματα ήταν τούμπα. Οι δεξιοί είχαν αρχίσει να τσαντίζονται. Ο διχασμός ήταν οξύς, μα υπόγειος.
Το μόνο που χρειαζόταν για να εκραγεί η χύτρα, ήταν ένα ικανός προβοκάτορας. Το κλισέ περί «του κατάλληλου ανθρώπου-την κατάλληλη στιγμή» δεν ήταν ποτέ πιο ακριβές. Ο Χριστόδουλος ήξερε τι θα προκαλέσει, ήξερε μετα βεβαιότητος πως δεν γινόταν να χάσει. Ακριβώς για αυτό και ρίχτηκε στη μάχη. Η διχαστική του ρητορεία κινητοποίησε ένα κομμάτι του πληθυσμού που δίψαγε για ρεβάνς. Γριές με κάδρα της Φρειδερίκης και εξηντάρηδες που έβγαλαν άδεια για περίπτερο από τη Χούντα. Θεούσες και Μακεδονόκαυλοι. Λούμπεν νοικοκυραίοι. Μια υποκουλτούρα που δεν απασχολεί τους διαφημιστές, είναι δυσδιάκριτη στις δημοσκοπήσεις και ζει εξόριστη στη Σπιναλόγγα του lifestyle. Εκείνο το απόγευμα της 21ης Ιουνίου του 2000, λίγα μέτρα από τη Βουλή, ο στρατός του Χριστόδουλου συνειδητοποίησε πρώτη φορά τη δύναμή του.
Ως γνωστόν, η ιστορία αυτή τέλειωσε. Οι νέες ταυτότητες εκδόθηκαν και θρήσκευμα δεν υπάρχει πάνω τους. Σημαίνει αυτό πως ο Χριστόδουλος ηττήθηκε; Τα γεγονότα αποδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο. Η εικόνα του σκυφτού Καραμανλή να υπογράφει για το θρήσκευμα δεν ξεχνιέται εύκολα. Και ο Χριστόδουλος δεν είχε ούτε λόγο, ούτε την παραμικρή πρόθεση να την ξεχάσει. Ως καλός παίχτης, μπλόφαρε στο στραβό χαρτί και πήγε πάσο, περιμένοντας την επόμενη μοιρασιά. Και του ‘ρθε κέντα στο χέρι. Όχι μόνο κράταγε την πολιτική ηγεσία της χώρας σε ένα καθεστώς διαρκούς, υπονοούμενου εκβιασμού, μα ανάγκαζε και κάθε άλλο κόμμα να του φιλάει δουλικά το χέρι.
Για αυτό ακριβώς και ο Χριστόδουλος ήταν τόσο φοβερός αντίπαλος. Από τη μία, υπήρξε ο πιο πετυχημένος μάνατζερ της απερίγραπτου πλούτου πολυεθνικής με το όνομα «Εκκλησία της Ελλάδος». Και από την άλλη, ικανοποίησε τα πολιτικά του απωθημένα καλύτερα από ότι κι αν είχε γίνει πρωθυπουργος. Κάποιοι κατηγορούσαν τον Χριστόδουλο για την προκλητική χλιδή του. Άλλοι για ραδιουργίες και lobbying στα εκκλησιαστικά έγκατα. Άλλοι για υποκρισία σχετικά με την προσωπική του ζωή, ή χειραγώγηση των μαζών, ή ιδεολογική ωμότητα. Σύμφωνοι. Αλλά θα επιμείνω πως άλλο ήταν το ασυγχώρητο αμάρτημα του Χριστόδουλου: ο επικοινωνιακός κυνισμός του.
Όλοι υποψιαζόμασταν πως τα περί Πόλης και Αγια-Σοφιάς τα έλεγε περισσότερο για να προβοκάρει, παρά επειδή τα ένιωθε. Το ίδιο και όταν επιτίθετο στους Εβραίους, τους Μουσουλμάνους, τους Καθολικούς, τους Τούρκους, τους Σκοπιανούς, τους Αμερικάνους, τους μετανάστες, τους γκέι, τους διανοούμενους, τους νεοδιανοούμενους, τη Νέα Τάξη, τους Stones, το Big Brother, το μονοτονικό, την παγκοσμιοποίηση, την Αρχαία Ελλάδα, την Αναγέννηση, τους Φράγκους, ή τις Δυνάμεις του Σκότους. Το κάθε κύρηγμά του γινόταν πρώτο θέμα στις ειδήσεις, πόρωνε τα αρρωστάκια του, έδινε την ευκαιρία στον Βούτση να πουλήσει ανέξοδο προοδευτισμό –και όλοι ήμασταν ευχαριστημένοι. Μα υπάρχει μια διαφορά: αυτός ήταν πιο ευχαριστημένος από όλους.
Ο Χριστόδουλος εισήγαγε καινά δαιμόνια στην εκκλησία. Ένα επιτελείο top-class επικοινωνιολόγων, αρχιμανδρίτες-λακέδες που καθοδηγουσαν τις κάμερες σε κάθε του εμφάνιση, μπιζ και χειροκροτήματα στο ιερό. Τα θεατρινίστικα ξεσπάσματά του έκαναν τις γριές να ανταριάζονται, μα δεν μποροσαύν να κρύψουν τη σκοπιμότητά τους. Ούτε την εγωπάθεια, την απληστία και την υποκρισία του ομιλητή. Παρ’ όλα αυτά, ο Χριστόδουλος συνέχισε να προμοτάρει λυσσασμένα τον εαυτό του. Το ΑΜΑΝ τον έκανε ρεντίκολο -κι εκείνος απάνταγε με περισσότερες επικοινωνιακές ακρότητες σαν να μην λογαριάζει κανέναν. Τα σόου του γίνονταν όλο και πιο περίπλοκα, πιο εξεζητημένα. Ο Χριστόδουλος-πολιτικός χειριζόταν τον Χριστόδουλο-ίματζ σαν χαρακτήρα από τους Sims, βλέποντας τις καταστάσεις και καθοδηγώντας αναλόγως την εικόνα του.
Ήταν λοιπόν απατεώνας ο Χριστόδουλος; Μια απλή περίπτωση πλαστοπροσωπίας; Όχι βέβαια: χαρισματικός ήταν. Ευφύης, αποτελεσματικός και αδίστακτος. Τρομερός συνδυασμός. Ανέλαβε μια εξουσία την οποία πολλοί είχαν στο παρελθόν, μα μόνο εκείνος συνειδητοποίησε τη δύναμή της. Και φρόντισε να την αξιοποιήσει και να την αυξήσει με τρόπο υποδειγματικό. Κατάφερε να αλλάξει τους εγχώριους όρους διακυβέρνησης, μετατρέποντας την εκκλησία σε Πέμπτη Εξουσία. Κάτι το οποίο μας ανάγκασε να θεωρούμε αυτονόητο και τελικά το συνηθίσαμε, ενώ τα πράγματα δεν θα ήταν αναγκαστικά έτσι. Λόγω αυτού και μόνο αυτού, τα κυρήγματα του Άνθιμου πλέον δεν ήταν "Παπάς Λέει 'Φάτε Τους Γυφτοσκοπιανούς'", αλλά "Νέα Παρέμβαση Άνθιμου Για Το Σκοπιανό". Η διαφορά είναι τεράστια και βαθιά ουσιαστική.
Γιατί λοιπόν ήταν τόσο ιστορικό πρόσωπο ο Χριστόδουλος; Όπως γράφτηκε και παραπάνω, επειδή με τη δράση του τσάκισε τις αυταπάτες περί τέλους του Εμφυλίου. Οργάνωσε και ενέπνευσε τα πιο αντιδραστικά τμήματα του πληθυσμού. Έβαλε τον τυφλό συντηρητισμό σε θέση ισότιμου συνομιλητή. Οριοθέτησε χρονικά την εποχή της μετα-Μεταπολίτευσης. Ήταν ο σεισμός που αποκάλυψε το κοινωνικό ρήγμα. Έβαλε τον Καρατζαφέρη στη Βουλή –αλλά συγχρόνως αύξησε και τα ποσοστά του Συνασπισμού.
Μα το σημαντικότερο όλων: ο Χριστόδουλος ήταν το χειρόφρενο στην κοινωνική ιστορία της χώρας. Από το 1998 ως σήμερα, ο κόσμος άλλαξε -γύρω στις 5-6 φορές. Τι έκανε για αυτό; Με το απυρόβλητο του τίτλου του και τη χειραγώγηση των καναλιών απενοχοποίησε το κοινό του, πείθοντάς το πως δεν είναι ντροπή να είσαι μονοδιάστατος, φοβικός και αδιάλλακτος. Κράτησε πίσω μια ολόκληρη χώρα, επιβάλλοντας το ελληνορθόδοξο κουκούλι ως καταφύγιο των ταραγμένων καιρών. Ιστορικό πρόσωπο λοιπόν ο εκλιπών, αλλά με μια διαφορά. Ενώ τα υπόλοιπα ιστορικά πρόσωπα άλλαξαν κάτι, ο Χριστόδουλος πέρασε στην ιστορία επειδή πάλεψε για να μην αλλάξει τίποτα.