Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Μαϊμούδες στην Ιερά Οδό: the Santa Barbara case

(Έψιλον, Ιανουάριος 2008)


Πριν από λίγες μέρες, δύο περιπολικά έφτασαν στην οδό Καλατζάκου, ένα στενό σοκάκι απέναντι από την πλατεία Ελεούσας. Η πλατεία Ελεούσας είναι το κεντρικό σημείο της Αγίας Βαρβάρας: εκεί βρίσκεται η ομώνυμη εκκλησία, εκεί το δημαρχείο –εκεί και ο λόγος που έφερνε τα δύο περιπολικά στην περιοχή. Μέσα σε αυτά, μαζί με τους αστυνομικούς, βρίσκονταν και εκπρόσωποι γνωστών εταιριών ένδυσης. Κακός συνδυασμός για την οδό Καλατζάκου.

Τα πράγματα γρήγορα ξέφυγαν από τον έλεγχο. Οι καταστηματάρχες της περιοχής τσακώθηκαν με τους αστυνομικούς, έριξαν και έφαγαν κάτι ψιλές -και σύντομα πήραν με τις πέτρες τους εισβολείς, οι οποίοι απάντησαν με δακρυγόνα και κυνήγι στους γύρω δρόμους. Δεν είναι πρώτη φορά που δυνάμεις του νόμου προσπαθούν να πατήσουν πόδι στην Αγία Βαρβάρα. Μα είναι η πρώτη φορά που τα επεισόδια λαμβάνουν τέτοια έκταση. «"Νέα Ζωνιανά" το γκέτο της Αγίας Βαρβάρας», είπαν την επόμενη μέρα τα κανάλια.

Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Πρώτα απ’ όλα, ουδέν αναληθέστερο από τον όρο «γκέτο». Η Σάντα Μπάρμπαρα, πρώην προάστιο του Σίτι και νυν μούλτι-κούλτι δήμος, δεν θυμίζει σε τίποτα υποβαθμισμένη περιοχή. Αντιθέτως: ο επισκέπτης συναντά μια μικρή έκταση ανάμεσα στην Ιερά Οδό και τον Κορυδαλλό γεμάτη παρκάκια, γαλήνιους δρόμους και γνώριμη ατμόσφαιρα δυτικού προαστίου. Τα κωλοπειραγμένα αμάξια περνάνε εκτοξεύοντας ριπές Νίκου Βέρτη, ενώ τριγύρω σουλατσάρουν νεαροί με ξεβαμμένα τζιν και εφαρμοστές μπλούζες. Αν υπάρχει ένα πρόβλημα στην περιοχή, είναι αυτές ακριβώς οι μπλούζες.

Επειδή, ως γνωστόν, εδώ και χρόνια η περιοχή της Αγίας Βαρβάρας αποτελεί το κοινό μυστικό της φθηνής ένδυσης. Καταναλωτές από όλη την Αθήνα φτάνουν εκεί για να αγοράσουν ρούχα και παπούτσια επώνυμων εταιριών, σε τιμές εντυπωσιακά χαμηλότερες από τις κανονικές. Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, αυτό συμβαίνει επειδή οι έμποροι της περιοχής φέρνουν λαθραία κοντέινερ με ρούχα, κατευθείαν από τα βαλκανικά εργοστάσια των εταιριών: παγκοσμιοποιημένη δηλαδή η Nike, κάνει βουλγάρικο εργοστάσιο, και η Αγία Βαρβάρα έχει τις άκρες για να σου φέρει πάμφθηνο Nike. Ιντριγκαδόρικο σενάριο, μα αμφιλεγόμενο: έχει παρατηρηθεί πως αυτή η εκδοχή χρησιμοποιείται επίμονα από όσους έχουν ψωνίσει στην περιοχή. Όλοι οι υπόλοιποι, πιστεύουν απλά πως τα ρούχα είναι μαϊμούδες.

Τα συνομωτικά ρουχάδικα πλημμυρίζουν την περιοχή. Κάθε στενάκι της κεντρικής οδού Ελ. Βενιζέλου φιλοξενεί 3 ή 4 από αυτά, που στο σύνολό τους φτάνουν σίγουρα κάμποσες δεκάδες. Κάποια είναι σε υπόγεια, άλλα έχουν φροντισμένη βιτρίνα. Μερικά δεν έχουν καν ταμπέλα απ’ έξω. Τα περισσότερα είναι ολόιδια μεταξύ τους: μικροσκοπικά δωμάτια (γύρω στο 4x4) με γυμνούς τοίχους και στοίβες κούτες παπουτσιών. Τζαμένιες πόρτες είναι ανοιχτές κάθετα στο πεζοδρόμιο και παπούτσια κρέμονται πάνω τους. Ένα κοινό στοιχείο όλων των μαγαζιών: εγκαρδιότητα. Δεν θα υπάρξει πωλητής να μη τσακιστεί να σε καλωσορίσει χαμογελαστά μόλις μπεις στο μαγαζί, ή να μην σε αποκαλέσει με όποιο υποκοριστικό οικειότητας υπάρχει όσο βοηθά, ταυτόχρονα, στο ψάξιμο.

Σε ένα από τα μαγαζιά της Καλατζάκου, ο πωλητής είχε όλα τα παραπάνω στο μέγιστο βαθμό. «Έλα φιλαράκι πέρνα μέσα, καλή χρονιά, καλά είσαι; Ρίξε μια ματιά στα ρουχαλάκια με την ησυχία σου και ό,τι θέλεις εδώ είμαι. Κοίτα μπλουζάκι τρομερό καινούρια παραλαβή, είσαι κι εσύ έτσι μικρόσωμος σαν εμένα, ίδιο νούμεράκι φοράμε, το ‘χω κι εγώ το ίδιο σπίτι μου».

Μέσα στο μαγαζί, δεν υπήρχε ρούχο που να μην φέρει κάποια διάσημη φίρμα: αμερικάνικες εταιρίες στα κάζουαλ και τα αθλητικά, Ιταλοί σχεδιαστές στα πιο κυριλέ. «Πόσο το έχεις αυτό;», ρώτησα τον πωλητή δοκιμάζοντας ένα τζάκετ γνωστης φίρμας. «90 ευρώ, θα το πάρεις 60 επειδή σου πάει κουτί και θα το φχαριστηθείς» απάντησε εκείνος.

Είπα να κάνω το κορόιδο. «Τόσο λίγο; Έχω δει το ίδιο 160 ευρώ». «Ναι, αλλά στα Κολωνάκια και στις Κηφισιές πληρώνεις τη βιτρίνα», έκανε το κορόιδο με μεγαλύτερη επιτυχία ο πωλητής. «Εμείς εδώ είμαστε εισαγωγείς. Φέρνουμε τα ρούχα κατευθείαν από την Ιταλία, από την Ταϋλάνδη… Είναι και δικό μας το μαγαζί, γουστάρουμε να ντύνεται καλά ο κόσμος, δεν θέλουμε να τα έχουμε ακριβά».
- Γιατί σας κυνηγάνε τότε;
- Επειδή χαλάμε την πιάτσα με τις τιμές.
- Κι όταν σας την πέσουν τι κάνετε;

«Έχουμε καλούς δικηγόρους» είπε, σαν να είχε έτοιμη την απάντηση.

Τα μαγαζιά της περιοχής κατά πλειονότητα ανήκουν σε ντόπιους τσιγγάνους. Στην Αγία Βαρβάρα καταγράφεται ένα ενδιαφέρον στατιστικό φαινόμενο: ενώ είναι ένας από τους δήμους με τη μεγαλύτερη ανεργία σε όλο το Λεκανοπέδιο, είναι ταυτόχρονα και ο δήμος με το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας ανάμεσα στον Τσιγγάνικο πληθυσμό. Λόγος για αυτό, είναι βέβαια τα συγκεκριμένα μαγαζιά. Πολλά μάλιστα, δέχονται και κρατικές επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές, στα πλαίσια ενίσχυσης των μειονοτήτων. Κάποια από αυτά δεν κόβουν αποδείξεις, δεν έχουν τιμές στα ρούχα και παραβιάζουν το ωράριο λειτουργίας. Μα τίποτα από αυτά δεν είναι το θέμα: το μεγαλύτερο ζητούμενο παραμένει η προέλευση των εμπορευμάτων τους.

Κατά τις ώρες αιχμής, οι παράνομες αγωραπωλησίες δεν περιορίζονται στα καταστήματα. Νεαροί με δερμάτινα μπουφάν και καδένες τη στήνουν στα πεζοδρόμια της Ε. Βενιζέλου, πλησιάζοντας αποφασιστικά κάθε διερχόμενο. Το «φιλαράκι, να σου πω ένα λεπτό;» είναι μια ατάκα που θα έκανε οποιονδήποτε να κοντοσταθεί –αν είναι καινούριος στην περιοχή και δεν γνωρίζει τις συνέπειες. Εφόσον τσιμπήσεις, το ψηστήρι είναι αφόρητο: ο υπαίθριος λιανοπώλης θα σε ακολουθεί για κάμποσα μέτρα, θα πληγώνεται αν τον αγνοείς, θα ρίχνει την τιμή κάθε πέντε δευτερόλεπτα και όλα αυτά κρατώντας στα χέρια χρυσά ρολόγια ή αρώματα. Ένας ενδεικτικός διάλογος:
- Ρε ψηλέ, Άκουα ντι Τζίο σου λέω, δώσε σαράντα ευρώ και πάρτο.
- Άσε ρε φίλε, ευχαριστώ, δεν φοράω αρώματα.
- Αδερφέ πάρτο για δώρο αν δεν το θες, δώσε τριάντα και δεν θα πάει χαμένο, μιλάμε για πολύ ακριβό άρωμα.
- Αφού είναι ακριβό, εσύ γιατί το πουλάς τριάντα ευρώ;
- (συνομωτικά) Κλεμμένο είναι ρε φιλαράκι, τι θες να σου λέω τώρα…
- Καλά, κλέβεις αρώματα;
- Άσε ρε δικέ μου, δυο χρόνια με αναστολή είμαι τώρα.
- Έφαγες δύο χρόνια επειδή έκλεβες αρώματα;
- Κοίτα, δώσε δέκα εσύ και δέκα ο φίλος σου και πάρτε το, σε ανάγκη είμαι κι εγώ.
- Θενξ ρε, πρέπει να φύγω…
- Ρολεξάκι γουστάρεις;
- Μην παιδεύεσαι, δεν ενδιαφέρομαι.
- Πες μου τι ψάχνεις και θα τα βρούμε. Θες ένα από τα μικρά τα mp3; Σε ένα λεπτάκι στο ‘φερα.

Και ούτω καθεξής, ανάλογα με τις αντοχές και τα γούστα του υποψήφιου πελάτη. Μια παρατήρηση: η πραμάτεια τους είναι ρολόγια και αρώματα, μα για την ακρίβεια ανδρικά ρολόγια και ανδρικά αρώματα. Δεν είακι τυχαίο αυτό. Μόνο ένας άντρας θα κολακευόταν με τη σκέψη «αγόρασα χρυσή ρολογάρα μισοτιμής, επειδή είμαι της πιάτσας και το βρήκα κλεμμένο». Αν βέβαια είναι μαϊμού που πασάρεται ως κλεμμένο, τότε μιλάμε για επίδειξη μαρκετίστικης ευφυίας απ’ την πλευρά των εμπόρων. Μα και ο καταναλωτής δεν είναι απαραίτητα κορόιδο. Αγοράζει τη φίρμα ή το σχέδιο που ήθελε, σε τόσο χαμηλή τιμή που η γνησιότητα τού είναι πλέον αδιάφορη. Και έτσι είμαστε όλοι ευχαριστημένοι. Όλοι; Όχι βέβαια. Οι εταιρίες ρουχισμού που βλέπουν τα συμφέροντά τους να θίγονται, επιμένουν πως πρόκειται για μαϊμούδες και ξεκινάνε σταυροφορία εναντίον τους.

Το «η πειρατεία σκοτώνει τη ραπτική» κίνημα συνοδεύεται από αριθμητικά στοιχεία: πάνω από 15 δις ευρώ (10% του ΑΕΠ) ο ετήσιος τζίρος του παραεμπορίου, σύμφωνα με υπολογισμούς. Κάθε μέρα, δεκάδες χιλιάδες κλεψίτυπα ρούχα, παπούτσια ή αξεσουάρ πωλούνται έξω από την επίσημη οικονομία, εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ πάνε χαμένα για το κράτος και τις επιχειρήσεις. Τα κέρδη είναι πολύ μεγάλα για να είναι ανεξέλεγκτα. Στα καφενεία της Αγίας Βαρβάρας, οι απόψεις διίστανται σχετικά με το ποιος ελέγχει αυτή την τεράστια μπίζνα. Κάποιο υπονοούν πως τα αφεντικά της περιοχής είναι πολύ ευρύτερα και ισχυρότερα, μα χρησιμοποιούν τους Τσιγγάνους στα μαγαζιά για το κουλέρ λοκάλ της υπόθεσης. «Να πας να ρωτήσεις στα υπουργεία και στην αστυνομία ποιος είναι από πίσω», είναι η πιο διαδεδομένη απάντηση.

Και πήγα. Οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες δεν θέλησαν να κάνουν κάποιο σχόλιο πάνω στο φαινόμενο της Αγίας Βαρβάρας. Το ίδιο, παραδόξως, και ο δήμος της περιοχής. Από τη Γενική Ασφάλεια, ο αξιωματικός με τον οποίον μίλησα παραδέχτηκε πως οι αρχές γνωρίζουν τη κατάσταση στην περιοχή και συναντούν δυσκολίες στην αντιμετώπισή της. «Ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις της Αστυνομίας;» τον ρωτάω. «Δεν υπάρχει κάτι ανακοινώσιμο προς το παρόν», λέει. «Θα προτιμούσα να διατηρήσουμε το στοιχείο του αιφνιδιασμού».

Τακτικές κινήσεις στρατευμάτων, λοιπόν, σε ένα περίπλοκο κοινωνικό-επιχειρηματικό Stratego. Από τη μία, μια μαφία που εκμεταλλεύεται φυλετικά στερεότυπα για να αυγατίσει το μαύρο χρήμα της. Και από την άλλη, η βαριά βιομηχανία του ρουχισμού σε αδιέξοδο. Τόσα χρόνια, οι επώνυμες εταιρίες έπειθαν τους καταναλωτές να αγοράζουν βάσει ονόματος και όχι βάσει ποιότητας –και τώρα πληρώνουν το τίμημα για αυτό. Η Αγία Βαρβάρα είναι το μέλλον. Και, ως γνωστόν, το μέλλον είναι τώρα. Είναι η εποχή που τα γκέτο συγκεντρώνουν πλούτο… και οι εταιρίες χάνουν ό,τι πολυτιμότερο έχουν: το όνομά τους. Στη μέση οι καταναλωτές, λαχταρούν επώνυμα ρούχα μα αδυνατούν να τ’ αγοράσουν. Ταραχές ξεσπάνε στα προάστια της πόλης. Οι κρατικές δυνάμεις καταστολής τίθενται στη διάθεση των εταιριών... Λένε πως ο επόμενος πόλεμος θα γίνει για το νερό. Λάθος. Για φθηνότερα Nike θα γίνει.