Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Ένας τσαντισμένος επικήδειος: Σκατά Στους Προοδευτικούς

(Έψιλον, Απρίλιος 2008)

Πρώτα απ’ όλα: «Χέστον». Εστω με άηχο «χ», μα σε καμία περίπτωση «Ιστον». Καταλαβαίνω πως το κοινό τής δεκαετίας του ’50 δεν θα πήγαινε σε ταινία με τέτοιο όνομα πρωταγωνιστή, μα ελπίζω πως έχουμε ωριμάσει λίγο από τότε. Ο άνθρωπος είναι νεκρός, ας πούμε τουλάχιστον σωστά το όνομά του. Αφού, από τα υπόλοιπα, σχεδόν τίποτα δεν ειπώθηκε σωστά.

Ψηλός, μπρατσαράς, με φωνή που κάνει τα μπετά να τρίζουν, ένα πρόσωπο γεμάτο γωνίες και εκτυφλωτικά μπλε μάτια, ο εκλιπών ήταν ο τελευταίος μεγάλος “action hero”. Το θέμα, όμως, είναι πως ήταν και ο πρώτος. Ο Χέστον ήταν τόοοοσο ψηλά στη μυθολογία του σινεμά, που τίποτα δεν θα μπορούσε να ξεθωριάσει τον μύθο του. Και όλοι θα έπρεπε να το σκεφτούν δυο και τρεις φορές πριν επιχειρήσουν να τον “κοντύνουν”. Είναι ζήτημα στοιχειώδους σεβασμού απέναντι στην Τέχνη. Μα είναι και πολλά περισσότερα. Έχει να κάνει με το κοινό που δεν έχει ιδέα από τις ταινίες και το έργο του Χέστον. Το κοινό που τον ξέρει μόνο ως ηθικό αυτουργό των δολοφονιών του Κόλουμπάιν -το είχατε καταλάβει πως ο τίτλος του κειμένου απευθύνεται στον Μάικλ Μουρ. Ε, θα το πω: αυτό το κοινό είναι άξιο όλου του κατιμά που ξεφορτώνεται κάθε Πέμπτη στα σινεμά.

Δεν θα διαφωνήσετε στο ότι, αν η ιστορία του κινηματογράφου αφιερώσει μια σελίδα στον Χέστον, στον Μουρ θα αφιερώσει μια πρόταση -στην οποία μάλιστα θα αναφέρεται ανάμεσα σε 5-6 ακόμα ονόματα. Και ποια θα είναι αυτά τα ονόματα; Ο Κλούνεϊ θα είναι, και ο Σον Πεν. Ξέρετε ποιοι ήταν οι συνεργάτες του Χέστον; Ο Σεσίλ ντε Μιλ, ο Λόρενς Ολίβιε και η Λόρεν. Ο Όρσον Γουέλς... και ο Σαμ Πέκινπα. Οι δύο τελευταίοι δεν αναφέρονται καθόλου τυχαία: και των δύο οι ταινίες με πρωταγωνιστή τον Χέστον («Το Άγγιγμα του Κακού» και «Major Dundee» αντίστοιχα), δεν πήγαν καθόλου καλά στο γύρισμα. Και στις δύο οι σκηνοθέτες ήταν σε αυτοκαταστροφική περίοδο και τα στούντιο θέλησαν να τους απολύσουν. Και στις δύο ο Χέστον μπήκε μπροστά, απείλησε να φύγει μαζί με τον σκηνοθέτη και δέχτηκε περικοπές μισθών για να μην πάνε φούντο οι παραγωγές. Ξέρετε ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Δύο αριστουργήματα. Δύο γαμημένα αριστουργήματα.

Αλλά μην ξεφεύγουμε από τα πολιτικά. Ο Κλούνεϊ, ο Μουρ και το λοιπό προοδευτικό παρεάκι του Χόλιγουντ, δημιουργεί μεν, ακολουθεί δε το ρεύμα της εποχής. Το να κατηγορείς τον Μπους και την οπλοκατοχή είναι εξαιρετικά ασφαλής δρόμος –μόνο επικοινωνιακό κέρδος μπορεί να φέρει. Υπήρχε όμως μια εποχή που καίγανε τους μαύρους ζωντανούς και, όποιος τολμούσε να πει «καίμε τους μαύρους ζωντανούς», δεν ξανάβρισκε δουλειά στο Χόλιγουντ (ο έτερος μακαρίτης των ημερών Ζυλ Ντασέν θα συμφωνούσε σε αυτό). Ε, κάπου εκείνη την εποχή, έγινε μια μεγάλη πορεία στην Ουάσινγκτον με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ να συγκρατεί με νύχια και με δόντια ένα απελπισμένο πλήθος μαύρων. Για προσέξτε ποιος είναι δίπλα στον Κινγκ, στις φωτογραφίες της πορείας.

Και όχι μόνο αυτά. Ο Χέστον είχε πολεμήσει στον Β’ Παγκόσμιο. Έναν εξαιρετικά σαφή πόλεμο: από τη μια οι φασίστες, από την άλλη όλοι οι υπόλοιποι. Άρα, de facto πιο μη-φασίστας από τον Κλούνεϊ, και μάλιστα σε συνθήκες που δεν σήκωναν χαριτωμενιές. Όταν πρωταγωνιστείς σε ταινία που παίρνει 11 Οσκαρ, σε παίρνει να πεις ό,τι γουστάρεις. Εκείνος προτίμησε να πει για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για τους τελευταίους Ινδιάνους, για τα συνδικαλιστικά των λιγότερο διάσημων συναδέλφων του και να περιοδεύσει στο πλευρό του Κένεντι. Όπως αποδείχτηκε όμως, μπορείς να νικήσεις τον φασισμό, μα όχι έναν σαδιστή ντοκιμαντερίστα.

Επειδή αυτό ακριβώς έδειχναν τα κανάλια στα μονόλεπτα ρεπορτάζ για τον θάνατο του Χέστον. Την αρματοδρομία του «Μπεν Χουρ», το άνοιγμα της θάλασσας από τον Μωυσή, τον ίδιο, γέρο πλέον, να ανεμίζει μια καραμπίνα –και όλο το υπόλοιπο βίντεο αποτελείτο από τα γνωστά. Τον Χέστον, δηλαδή, να συνειδητοποιεί πως κάποιος προσπαθεί να εισβάλλει στο σπίτι του με σκοπό να τον εξευτελίσει. Να επιστρατεύει όλη του την ψυχραιμία και να προσπαθεί (άγνωστο γιατί) να φερθεί με αξιοπρέπεια –απέναντι σε έναν τύπο που κραδαίνει φωτογραφίες νεκρών παιδιών, του κολλάει μια κάμερα στη μούρη, τον καταγράφει παρά τη θέλησή του και μετά διανέμει αυτό το υλικό στα σινεμα κάθε πόλης του πλανήτη. Γιατί λοιπόν οι προοδευτικοί φρίττουν με το Μπιγκ Μπράδερ και τον Ευαγγελάτο –αλλά καγχάζουν με τα παθήματα του γερο-δεξιού; Στο σινεμά ήμουν όταν προβαλλόταν και τους άκουγα. Σε αυτόν τον πλανήτη μένω έκτοτε, και βλέπω τι διαστάσεις οσιομάρτυρα πήρε για την παγκόσμια αριστερά ο Μάικλ Μουρ.

Βέβαια, το να βιντεοσκοπείς τον εξευτελισμό ενός ανθρώπου και να γίνεσαι μετά πλούσιος και σύμβολο, είναι κακό. Μα είναι ακόμα χειρότερο αν το θύμα σου πάσχει εδώ και δεκαπέντε χρόνια από Αλτσχάιμερ. Δεν το βρίσκετε κάπως απάνθρωπο; Δεν ξεπερνάει κάποια πολύ βασικά όρια αυτό το πράγμα; Μήπως μια τόσο δυσάρεστη ασθένεια θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται με λίγο σεβασμό; Η απάντηση είναι Όχι. Επειδή ο Τζορτζ Κλούνεϊ δεν είχε πει την τελευταία του κουβέντα. Και σε μια γκλαμουράτη απονομή βραβείων που ήταν παρουσιαστής, έπρεπε να πει αστειάκια από το οτο-κιού –όπως κάθε παρουσιαστής βραβείων. «Ο Τσάρλτον Χέστον ανακοίνωσε ξανά σήμερα πως πάσχει από Αλτσχάιμερ», είπε το αστειάκι ο Κλούνεϊ. «Χα-χα-χα» από κάτω οι εξέκιουτιβ προντιούσερς. Το πιάσατε; Ξεχνάει δηλαδή -και καλά- επειδή έχει Αλτσχάιμερ, για αυτό το ανακοινώνει συνέχεια. Χα-χα-χα.

Ο βλακάκος ο Κλούνεϊ. Ο σωσίας του Νικοπολίδη (και μιλάω ως βάζελος). Πλην όμως, πλήρης νηνεμία στο συλλογικό υποσυνείδητο. Για τις ειδήσεις -και τους θεατές των ειδήσεων- ο Κλούνεϊ παραμένει το Φωτεινό Μονοπάτι της Χολιγουντιανής αριστεράς, ενώ ο Χέστον παρέμεινε ατιμασμένος ακόμα και στους επικήδειους. Βολικός στόχος και δακτυλοδεικτούμενος. Στο άκουσμα του θανάτου του, όλοι είπαμε ενστικτωδώς «τον πούστη τον φασιστόγερο». Βλέπετε λοιπόν τι ζημιά προκαλεί στα εγκεφαλικά κύτταρα η πολλή πολιτική ορθότητα; Τα πράγματα γίνονται σχηματικά, σαφή αλλά ρηχά, γενικόλογα, επιλεκτικά και άχρονα. Είναι πάντα βολικό να έχεις έναν ξεκάθαρο “κακό” απέναντί σου. Κατηγορώντας τον, αναδεικνύεις την ηθική σου ανωτερότητα. Όταν το software του μυαλού μας ακούει «Τσάρλτον Ιστον», βγάζει καρτέλα «Τσάρλτον Ιστον= γουστάρει όπλα= ΚΑΚΟΣ».

Αλλά το μόνο αμάρτημά του, ήταν απλά πως γινόταν όλο και πιο δεξιός όσο γέρναγε. Παράξενο, ε;