Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Αντίπαρος κάμπινγκ: το λούνα παρκ της αντικουλτούρας μπαίνει στα πρώτα -άντα

(Big Fish, Ιούλιος 2008)


Η καφετέρια του κάμπινγκ είναι συνήθως άδεια τέτοια ώρα. Κανείς δεν παίρνει πρωινό στις 9 το πρωί επειδή, απλά, οι πάντες κοιμούνται στις 9 το πρωί. Στην τραπεζαρία, καλοκαιριάτικη ησυχία, σκιά και μύγες. Μόνοι πελάτες ήταν δύο φρικιά με μπλουζάκια Dead Kennedys που έπαιζαν τάβλι αμίλητοι. Το πρωινό τους ήταν ένα κουτάκι μπύρα στη μέση και στριφτά τσιγάρα. Μη έχοντας τι άλλο να κάνω, έμεινα να τους χαζεύω.

Δεν είχα καν σκοπό να είμαι ξύπνιος από τόσο νωρίς. Αναζητώντας το πραγματικό πρόσωπο της Αντιπάρου, είχα περάσει ολόκληρο το προηγούμενο βράδυ στα μαγαζιά και τους δρόμους του νησιού: το αποτέλεσμα ήταν ένα πραγματικά βαρύ κεφάλι, μα ελάχιστα συμπεράσματα. Η Αντίπαρος έχει το δικό της, προσωπικό μύθο, που την κάνει ένα είδος punchline στις ταξιδιωτικές κουβέντες. Όλοι έχουν ακούσει πως υπάρχει ένα νησί απέναντι από την Πάρο, στο οποίο την αράζει ο Τομ Χανκς, είχε γυριστεί η Μανταλένα -και που, κάθε καλοκαίρι, μετατρέπεται σε ένα αυτόνομο κρατίδιο φρικιών, νεο-χίπηδων, γερο-χίπηδων, μεταλάδων, παλαιοροκάδων, τροτσκιστών, παοκτζήδων, πρώην ρεϊβάδων και πολλών-πολλών ακόμα. Εδώ και χρόνια, η Αντίπαρος θεωρείται ένα λούνα παρκ της αντικουλτούρας. Ένα μέρος όπου οι μοϊκάνες είναι μοϊκανάρες, οι τζίβες ultra-λιγδιασμένες και το ξύρισμα άγνωστη λέξη και για τα δύο φύλα.

Επίσης, σύμφωνα με τον ίδιο μύθο, για όλα φταίει το κάμπινγκ του νησιού. Εκεί είναι που ζει και αναπαράγεται αυτή η παράξενη φυλή ιθαγενών, σε μια σκιερή έκταση στα βόρεια του νησιού –που φέτος κλείνει 30 ολόκληρα χρόνια ύπαρξης. Ο καιρός είναι πολύς, μα το ερώτημα δεν έχει απαντηθεί ακόμα: το κάμπινγκ έκανε το νησί, ή το νησί το κάμπινγκ;

Το 1978 ήταν μια έντονη χρονιά. Μέσα σε λίγους μήνες δολοφονείται ο Άλντο Μόρο, ο «Ελαφοκυνηγός» παίρνει το Οσκαρ και η ανθρωπότητα ανακαλύπτει τη ντίσκο. Στην Ελλάδα, ο Βασίλης Τσιτσάνης κάνει ένα late-career σουξέ με το «Βαπόρι από την Περσία». Και ακριβώς εκείνο το καλοκαίρι, σε ένα πριμιτίφ νησάκι στις Κυκλάδες, ένα κάμπινγκ αρχίζει να δέχεται τους πρώτους (Κεντροευρωπαίους) επισκέπτες του. «Είχε γυρίσει ο πατέρας μου από την Αμερική που δούλευε –κι ένας Γερμανός έριξε την ιδέα για κάμπινγκ», όπως εξηγεί ο Θεολόγος Καλάργυρος, νυν γενικό κουμάντο του χώρου. Από τότε, το κάμπινγκ έχει σταθερό και δοκιμασμένο κοινό. «Τον βλέπεις αυτόν;» λέει κάποια στιγμή καθώς μου αφηγείται την ιστορία. Ένας ημίγυμνος πενηντάρης έκανε τσεκ-άουτ, ενώ η γυναίκα και τα δύο ηλιοκαμένα παιδάκια του περίμεναν έξω. «Ιταλός είναι, έρχεται εδώ κάθε χρόνο από το ’79. Έχουμε πολλούς τέτοιους, σταθερούς. Και συνεχώς δημιουργούνται καινούριοι».

«Δεν παίζει ρόλο και η φήμη σε αυτό;» τον ρωτάω. «Υποτίθεται πως έχει έναν πολύ συγκεκριμένο χαρακτήρα ο τόπος».
«Εντάξει, το κάμπινγκ είναι ‘αλτέρνατιβ’».
«Αυτό εννοώ».
«Ναι, αλλά μην το γράψεις έτσι, δεν είναι και τόσο καλό για ‘μένα».
«Μην ανησυχείς», του λέω κάπως μαγκωμένος.

Και όντως, δεν θα ‘πρεπε να ανησυχεί. Όλοι ψυλλιασμένοι πάνε στο κάμπινγκ της Αντιπάρου, για να βρουν αυτήν ακριβώς τη Γη Χαναάν του «αλτέρνατιβ». Πιο «βαθύ αλτέρνατιβ» από όλα τα μπαρ του Γκαζιού μαζί, πιο ηλιόλουστο από τα Εξάρχεια, πολύ πιο διασκεδαστικο από τα άλλα νησιά χίπικου αναχωρητισμού (τύπου Ανάφη, ή Δονούσα). Εδώ οι φυλές κάνουν ανακωχή από τα λοξά βλέμματα του χειμώνα. Οι τρέντηδες αρρωσταίνουν την πρώτη μέρα, μα μέχρι να ξημερώσει η επόμενη έχουν μπει στο κλίμα. Τα καγκούρια κυκλοφορούν κοζάροντας και την πέφτουν σε χίπισες. Στο εστιατόριο, οι συζητήσεις ξεφεύγουν προς τον Γκυ Ντεμπόρ και το κρυφό νόημα του «Wish you were here», ενώ μεταλάδες βγαίνουν κατσιασμένοι από τα ντους. Μυρωδάτη ρέγκε αναδύεται από τις καλαμοκαλύβες, δίπλα σε οικογένειες Δανών που παίζουν UNO με τα παιδάκια τους. Το κάμπινγκ ρουφάει τους πάντες σε μια «let’s get together» νιρβάνα, που πρέπει να έχεις καρδιά φτιαγμένη από Χειμώνα για να αρνηθείς. Ακούγεται χίπικο. Και σε μεγάλο βαθμό, είναι.

Από κάθε άποψη, πρόκειται για μια οργανωμένη κοινότητα. Οι πραγματικοί aficionados του κάμπινγκ βγαίνουν σπάνια από τα όριά του. Σερβίρονται το πρωινό τους υπό τους ήχους του Ρόρι Γκάλαχερ και λίγη ώρα μετά κατεβαίνουν στην παραλία. Η παραλία του κάμπινγκ είναι μια ρηχή πλαζ γυμνιστών, όπου ο νέο-χίπης πάει για να γεννήσει τα αυγά του. Εκεί συγκεντρώνονται οι ρασταφάρι και οι λατέρνατιβ σε χαλαρές πολυμελείς παρέες, για να κάνουν ζογκλεριλίκια ή να παίξουν με τον σκύλο τους. Ανάμεσα τους, τύποι κουβαλάνε ψυγειάκια με πάγο και τεκίλες, ενώ στο μπιτς-βόλεϋ συνεχίζεται το ντέρμπυ ανάμεσα σε «Γυμνούς» και «Ντυμένους». Όταν η ώρα περάσει, ο ορίτζιναλ κάμπιας επιστρέφει στη σκηνή του, μια σκηνή εξοπλισμένη με οτιδήποτε θα μπορούσε να χρειαστεί, για όσες εβδομάδες και να κάτσει. Εκεί θα παίξει κιθάρα ή θα διαβάσει ένα βιβλίο, ή θα περάσει την ώρα πλέκοντας αφηρημένα τα dreadlocks ενός φίλου. Και όταν θελήσει ένα ποτάκι, πάλι μέσα στο κάμπινγκ θα το βρει. Θα του το σερβίρει ο Αντρέας ο μπάρμαν, ένας από τους παλιότερους υπαλλήλους του χώρου. Ένας τύπος που κυκλοφορεί τη μισή μέρα ημίγυμνος και την άλλη μισή γυμνός, καβάλα σε μια τσόπερ-έργο τέχνης.

Το κάμπινγκ της Αντιπάρου ξεπερνάει τα τουριστικά πλαίσια. Δεν είναι απλά ένας «χαρακτηρισμένος» ταξιδιωτικός προορισμός, αλλά ένα ακούσιο κοινωνικό πείραμα. Σε αυτό το σενάριο, οι Εναλλακτικοί αναλαμβάνουν για κάποιους μήνες την εξουσία –και το πράγμα δουλεύει ρολόι, ακριβώς επειδή εκτυλίσσεται σε μια μικρή έκταση ενός μικρού νησιού. Λίγες μέρες στο κάμπινγκ είναι ένα πρώτης τάξεως αντιβιωτικό κατά της καντίφλας, μια εμπειρία που χαλαρώνει τη στάση του σώματος. Πλην όμως… αυτό είναι όλο; Ακόμα ένα ταξιδιωτικό tip για στρεσαρισμένους αστούς; Μήπως τελικά ο μόνος μύθος της Αντιπάρου, είναι αυτός σχετικά με τη «διαφορετικότητά» της;

Πηγαίνοντας για ύπνο πριν δυο ώρες, δεν είχα καταλήξει. Όπως γρήγορα αποδείχτηκε, το νησί δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Με θυμάμαι να ξυπνάω λίγη ώρα αργότερα, με τα μάτια θεόστεγνα και άμμο στο σλίπινγκ μπαγκ, από κάποιους παράξενους ήχους. Μια μελωδία ακουγόταν έξω από τη σκηνή, πολύ διαυγής για να προέρχεται από το κεφάλι μου και πολύ αδιευκρίνιστη για να την αγνοήσω και να ξανακοιμηθώ. Τραβώντας τα παραπέτια της σκηνής, είδα τον λόγο για το πρόωρο ξύπνημά μου. Πήγα να τον αποκαλέσω κάτι σαν «γαμημένο χίπη», μα δεν το έκανα. Αυτό είναι, σκέφτηκα. Στα άλλα κάμπινγκ, ξυπνάς επειδή σου βαράει ο ήλιος τη σκηνή. Εδώ ξυπνάς επειδή ο διπλανός σου παίζει γυμνός φλάουτο πάνω σε μια αιώρα, εννιά η ώρα το πρωί.