70 χρονών το λιγότερο. Κάθομαι και τον κοιτάω ψευτομασουλώντας το τσιζμπέργκερ μου τα τελευταία 5 λεπτά, και ούτε που έχει αντιληφθεί την περιέργειά μου. Ή, ακόμα καλύτερα, αμφιβάλλω αν στην πραγματικότητα παίρνει χαμπάρι πως υπάρχουν κι άλλα άτομα στο μαγαζί. Σηκώνει αραιά το πρόσωπό του κοιτάζοντας γύρω με ένα βιαστικό ζιγκ-ζαγκ, για να ξανακρύψει αμέσως το ζωωδώς παραδομένο του βλέμμα. Το πρώτο σημείο που μου τραβά την προσοχή σε κάποιον είναι παντα το στόμα του, και το στόμα αυτού του γέρου ήταν πολύ ειδική περίπτωση: ρημαγμένο απο την ηλικία, μισάνοιχτο αλλα συγχρόνως ασταμάτητα τρεμάμενο, με μηχανικά ανοιγοκλεισίματα που κατάπιναν λαίμαργα αέρα και σάλια, και με ένα χαμόγελο ένοχης απόλαυσης να παλεύει να σκοράρει. Αλλα ακόμα κι αυτό, ακόμα και σε συνδυασμό με τα υγρά μάτια-κουμπότρυπες, το υπερβολικά βαρύ για την εποχή και εξίσου τριμμένο σακάκι, το μικρό κεφάλι και την θλιβερά γλιστρερή εναπομείνασα χωρίστρα, δεν δικαιολογούν τον πανικό με τον οποίο είχα μείνει να τον κοιτάω. Όχι, όλη η ποίηση κρυβόταν στις εφημερίδες.
Για την ακρίβεια, στα πολλά, διαφορετικών ημερομηνιών φύλλα της ίδιας εφημερίδας. Για την ακόμα πιο ακρίβεια, της Espresso. Ο γέρων -για να καταλάβεις- είχε βολέψει στο τραπέζι, μαζί με το φλυτζάνι καφέ-ξεκάρφωμα, 2 τακτοποιημένα βουναλάκια απο διπλωμένα φύλλα της Espresso. Με τελετουργικό ζήλο αλλα και φυσιογνωμία ανάλογη του Χόρχε απο το "Όνομα του ρόδου", τα ξεφύλλιζε, έσκυβε όλο ένταση απο πάνω τους -ρουφώντας μάλλον παρά διαβάζωντάς τα-, και με ένα κόκκινο στυλό υπογράμμιζε αυτά που, καθώς φαίνεται, τον συνάρπαζαν. Στην αρχή δεν έδωσα ιδιαιτερη σημασία, αλλα η καλπάζουσα περιέργεια με έκανε να αφήσω την ευγένεια κατα μέρος, και να αφεθώ στο θέαμα. Γιατί θα μπορούσε να το κάνει αυτό; ΟΚ, δεν δείχνει να στέκει και πολύ καλά στα μυαλά του, αλλα αυτή εικόνα παραείναι παράταιρη. Χουφτώνει το στυλό με τις άκρες των δαχτύλων του, και το ζουλάει κάτω απο τις αράδες των κειμένων. Βάζει και άλλα σημάδια, αστερίσκους, παρενθέσεις, βελάκια. Δεν αφήνει σχεδόν ούτε σημείο της εφημερίδας που να μην μαρκάρει: "...λαμπερή και ανανεωμένη η Πέγκυ Ζήνα...", "...προσβάλλει τον Χριστό!...", "...γνωστός γιός γνωστού βουλευτή γνωστού κόμματος..., "...τηλεπαρουσιαστής πέφτει σε κώμα απο οverdose σε σατανιστική συναυλία...", "...απειλή απο κινέζικη ντολμαδιέρα-φονιά...", "...χλιδή και μεγαλοπρέπεια στο Κτήμα Χατζηευφρωνίου..." κλπ. Τώρα βέβαια θα μου πεις, "τι κάθεσαι ρε μεγάλε και κοροιδεύεις τον παππού;". Δεν τον κοροιδεύω.
Αναρωτιέμαι. Είναι απλά ένας μισότρελος (ίσως ακόμα-ακόμα και αναλφάβητος) άστεγος που καλμάρει κάπως έτσι τις φωνές μέσα στο μυαλό του; Μήπως η Espresso περνάει μηνύματα με έναν αποκρυφο κώδικα τον Ναζί, αλλα ο γέρος είχε κάνει ασυρματιστής στο Ελμπασάν και ξέρει να τον σπάει; Μήπως -σόρρυ κορίτσια- την βρίσκει με τα βυζιά και τους κώλους που απλόχερα προσφέρει η καλή εφημερίδα; Μήπως -πάλι- είναι ο άνθρωπος που όλοι αναρωτιόμαστε αν υπάρχει ανάμεσά μας, ο μυθικός Homo Espressius; Αυτός που η ζωή του είναι απο θλιβερή ως δυσδιάκριτη και ζει μέσα απο τις γκλαμουράτες ζωές άλλων όσα εκείνος θα ήθελε, ανακαλύπτει παντού απειλές για να δικαιολογήσει την απουσία του, αποζητά και υπερασπίζεται με ζήλο λαμπερά είδωλα και θέλει να του τα λένε απλά και δυνατά για να τα καταλαβαίνει; Φαντάσου λέει, να μπορεί να σου αναλύσει την ζωή της Λάσκαρη τα τελευταία 3 χρόνια καλύτερα κι απο την ίδια, να 'χει αναπτύξει ολοκληρωμένες σχέσεις με κάθε διάσημο πρόσωπο, ή να είναι σαν αυτούς στις χολυγουντιανές ταινίες που έχουν ένα σκοτεινό σπίτι γεμάτο φωτογραφίες, κουκλάκια και συνεντεύξεις της διάσημης τραγουδίστριας, την οποία και τελικά απάγουν, κλείνουν σε ένα υπόγειο και (life's a bitch) σκοτώνουν. Μήπως πάλι είναι ο Βασιλιάς Ληρ της Σόλωνος, ένας -κάποτε- πατριάρχης μιας πάμπλουτης οικογένειας, τον οποίο οι κόρες του σιγά-σιγά τρέλλαναν και εγκατέλειψαν ρακένδυτο, και τώρα αυτός προσπαθεί να βάλει σε μια γραμμή τί του θυμίζουν όλες αυτές οι σπάταλες δεξιώσεις;
Θέλω να πω, εγώ τον πέτυχα μια Τετάρτη απόγευμα σ' ένα φαστφουντάδικο. Τί έκανε ως εκείνη την στιγμή στην ζωή του; Έχει υπάρξει ως τώρα; Έχει σπίτι, κι αν ναι, τον περιμένει κανένας σε αυτό; Είχε ποτέ σκύλο, αγαπημένη κούπα ή καταπληκτικές αναμνήσεις; Κάθομαι και τον κοιτάω τα τελευταία 5 λεπτά να ξεπετάει τα φύλλα με έξαψη και υπόνοιες στύσης, ανέπαφος μέσα σε έναν κυκλώνα απο βαριεστημένους ιδιωτικούς υπαλλήλους που καταβροχθίζουν λίπη, σερβιτόρους με μισανθρωπικές τάσεις, κόπαδια φοιτητριών απο την επαρχία και πολύχρωμο πλαστικό, χωρίς να 'χω αποφασίσει ακόμα αν τον φοβάμαι, λυπάμαι ή γουστάρω.
Άσε, ξέρω τι θα μου πεις τώρα: "και που το ξέρεις ρε μεγάλε οτι ο μπάρμπας δεν έγραψε γυρίζοντας σπίτι το Μεγάλο Αμερικάνικο Μυθιστόρημα, πάνω σε έναν θλιβερό τύπο που τον κοίταζε σαν χαζός όσο εκείνος διάβαζε την εφημερίδα του;". Τι να σου πω, σωστό κι αυτό.